Κυριακή στο χωριό
Σε υψόμετρο 6ΟΟ μέτρα σκαρφάλωσε η εκπομπή της ΕΤ3 στο χωριό Μοφκίτσα όπως λεγόταν στα Αρβανίτικα και Ταξιάρχες όπως λέγεται, στο πιο Ελληνικό του, τώρα.
Άδειο το χειμώνα με 5 μόνο κατοίκους δίχως καφενείο μόνο με κεφαλόβρυσο και πλατεία με πλατάνια. Φαντάζομαι εκεί θα συναντιούνται τις ηλιόλουστες μέρες οι πέντε γηραιοί κάτοικοι το χειμώνα. Όσο για το καλοκαίρι ανεβαίνουν ξένοι και δικοί. Τα σπίτια παραδοσιακά με πέτρα ανακαινισμένα τα περισσότερα αγορασμένα από Γερμανούς ή Αμερικάνους που γύρισαν για να τα φτιάξουν. Ο ορεινός όγκος της Βουνούκας όπως ονομάζεται ξεκινά γύρω από την Ζαχάρω με μικρά λοφάκια που τα αποκαΐδια της φωτιάς του 2007 υπάρχουν ακόμη, ανεβαίνει πέρα μέχρι την Φιγαλία και τον Ναό του Επικούρου Απόλλωνα, κόβει στην κατηφόρα στο χωριό Λέπριο με τον Ναό της Θεάς Δήμητρας που είχαν φτιάξει οι λεπροί που έμεναν εκεί στην Αρχαιότητα, εξ’ ου και το όνομα Λέπριο, και ακουμπάει δίπλα στην Μεσσηνία, μπορεί και τα βουνά της Τρίπολης στην Βόρεια πλευρά. Μετά κατηφορίζει απαλά προς την πεδιάδα με τα χωριά της Ζαχάρως και τον αμμουδερό πευκώνα της θάλασσας που ονομάζεται Στροφιλιά.
Στην πέτρινη πλατεία με τα πλατάνια και την δροσερό νερό στήθηκε η εκπομπή γύρω από τον χορό του πολιτιστικού Ζαχάρως με τα κορίτσια να φορούν στενά όμορφα σιγκούνια κουμπωμένα μέχρι το λαιμό και όμοιες φούστες μακριές με σούρες σαν αυτή που θυμάμαι ότι φορούσε η γιαγιά μου, (πάντα έλεγα τι είναι αυτό που φοράει η γιαγιά) και στο κεφάλι μαντίλι με περισσή χάρη δεμένο πίσω από τα αυτιά ( τύφλα να ’χει ο φρεσκοσυχωρεμένος μόδιστρος Αλεξάντερ Μακ Κουίν και τα εκκεντρικά του σχέδια στην πασαρέλα ). Τα αγόρια με φουστανέλα -φούντα φέσι- μαντίλα – μαύρη, έσερναν το χορό και πήδαγαν ψηλά μέχρι πάνω, γύρω από το μαντήλι που βάσταγε γερά ο δεύτερος του χορού.
Στα τραπέζια πάνω, φαγητά της παράδοσης που είχαν φτιάξει οι γυναίκες, και γύρω- γύρω οι παραγωγοί της περιοχής με τα προϊόντα τους να τα παρουσιάσουν, να παινευτούν για αυτά και να τα κάνουν γνωστά ( όπως γίνεται με την διαφήμιση) όπως το σαπούνι από τη μούργα της ελιάς, που φτιάχνεται στο χαρανί( χάλκινο μεγάλο καζάνι) με την στάχτη και την αλισίβα.
Επί Τουρκοκρατίας στα Ελληνικά χωριά ζούσαν μαζί με τους Αλβανούς ή Αρβανίτες όσο πιο πολύ ψηλά μπορούσαν με την κτηνοτροφία για να μην τους φτάνουν οι Κλέφτες. Κάτω στην μεγάλη πεδιάδα που τώρα είναι η πολιτεία και τα χωριά της μαζεμένα μέχρι την θάλασσα, η Ζαχάρω δεν υπήρχε τότε, παρά μόνο ένα χάνι στη συνοικία «πέρα καλύβια», όπως λέγονται και σήμερα γιατί τότε είχαν κάτι καλύβες με φτέρες φτιαγμένες. Εκεί μία κυρά Ζαχαρούλα ή Ζαχάρω φρόντιζε τα ζώα και τους καβαλάρηδες στο αυτοσχέδιο- υποτυπώδες χάνι της.
Έτσι βγήκε το όνομα Ζαχάρω και κατά άλλη εκδοχή από την σαν ζάχαρη άμμο της θάλασσας, που όταν ξαπλώνεις απάνω της νομίζεις ότι γίνεσαι μία γλυκιά τουλούπα μελωμένη από την ήλιο την θάλασσα και την ψιλή άμμο.
Ο Ουρανός εκεί ψηλά στα 600 μ. έριξε και ένα κεραυνό, χάλασε η κεραία του Βαν της εκπομπής, ήρθαν και κάτι ψιχάλες αλλά ούτε ένας δεν κουνήθηκε από την θέση του από τους επισκέπτες. Ήταν βλέπετε εκτός από τους χορούς και την παρέα, τα ωραία φαγητά και το κόκκινο κρασί που θα φιλεύονταν οι επισκέπτες από τα χρυσά χεράκια των γυναικών που τα φτιάξανε.
Έτρωγα και εγώ όταν ήμουν μικρή τέτοια όμορφα φαγητά, που γινόταν πιο νόστιμα από την αγάπη που έβαζε η θεία και η γιαγιά σαν τα έφτιαχναν τα καλοκαίρια… που πηγαίναμε.
‘Όμως αν και δεν τα έμαθα, κάτι μου έχει μείνει για την αγάπη την έγνοια που βάζανε για να νοστιμέψουν τα φαγητά, όπως το ζύμωμα για το καρβέλι, ή στις λαλαγγίδες με πετιμέζι, και στον κόκορα στην μπουγάνα( σκεπαστό ταψί χωμένο στον φούρνο ή στη χόβολη στο τζάκι) με πατάτες.
Πω πω, λίγωσα, ελπίζω και εσείς.
Ιωάννα Φιορέτου- Πάλλη
(εκ Ζαχάρως ορμόμενη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου