Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΒΙΡΓΙΝΙΑ..............

Οι οργασμοί της Βιργινίας...


Σαν νυχτολούλουδο μες στα τσιμέντα...
undefined

… Αναζητώ την υπηρέτρια σε όλο το δεύτερο όροφο. Την πετυχαίνω ανεβασμένη σε μια σκαλίτσα να ξεσκονίζει τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης μου.

«Βιργινία», της λέω, «ίσως θα ήταν καλύτερα να κατέβεις κάτω και να δόσεις ένας χεράκι… Πριν λίγο πέθανε ο πατέρας μου και κάτω γίνεται χαμός από κόσμο…»

Με κοιτάζει εμβρόντητη.

«Πότε έγινε αυτό;»

Το θυσανωτό ξεσκονόπανο αιωρείται αναποφάσιστο απάνω από τα ράφια με την αγγλική έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα.

Φοβάμαι ότι μπορεί να της έρθει ταμπλάς, να πέσει από τη σκάλα και να σπάσει κανένα χέρι ή κανένα πόδι. Γι’ αυτό και πηγαίνω κοντά να της κρατήσω τη σκάλα και να την πιάσω, σε περίπτωση πτώσης. Υψώνοντας το βλέμμα μου προς το μέρος της, θέλοντας και μη, βλέπω και κάτω από τη φούστα της. Αν και βρίσκομαι σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, νιώθω ένα τεράστιο κύμα ορμονών να σπάει τους υδατοφράκτες και να με κατακλύζει, προκαλώντας μου μια διέγερση άνευ προηγουμένου. Απλώνω το χέρι μου και ...την αγγίζω στη διχάλα, ψηλά, των ποδιών της.

Εκείνη με κοιτάζει με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη κι ύστερα ...
χαμογελάει, σαν να καταλαβαίνει τι μου συμβαίνει.

«Καημενούλη μου…» λέει τρυφερά. «Ορφανό μου παιδάκι… Πέρασες πολλά σήμερα και πρέπει να χαλαρώσεις. Ασ’ το σ’ εμένα αυτό…»

Κατεβαίνει από τη σκάλα, κλειδώνει την πόρτα του γραφείου από μέσα και με πλησιάζει.

«Έχω διαβάσει κάπου ότι το καλύτερο γιατρικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για να μπορέσει κανείς να αποφορτιστεί και να γαληνέψει, είναι ο έρωτας», χαμογελάει με το γνώριμο τρόπο της και με πλησιάζει. «Στα γρήγορα. Χωρίς καθόλου προκαταρκτικά…»

Γδύνεται με πυρετώδεις κινήσεις.

«Ξάπλωσε», σχεδόν με διατάζει. «Στο πάτωμα… Θα δεις ότι θα σου αρέσει καλύτερα εκεί. Μη φοβάσαι, είναι καθαρά, πριν από λίγο πέρασα το παρκέ με κερί και το γυάλισα…»
Ξαπλώνω. Το στήθος της (χαλαρωμένο, νερουλό, παρά το νεαρόν της ηλικίας της) ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, καθώς χοροπηδάει πάνω μου. Ώρα πολλή, χωρίς να αλλάζει στάση, πέφτοντας στο στέρνο μου περίπου ανά πεντάλεπτο, για να σπαρταρήσει από τους απανωτούς οργασμούς.

Τις προηγούμενες φορές που είχαμε συνευρεθεί, της άρεσε πολύ (σχεδόν μου το επέβαλλε) να δοκιμάζουμε εξωφρενικές και συχνά επώδυνες στάσεις. Αλλά ετούτη τη φορά δε με αφήνει να κάνω τίποτα – ούτε καν να κουνηθώ. Τα κάνει όλα εκείνη. Εγώ πρέπει απλώς να χαλαρώσω και να την αφήσω να βγάλει γραμμάριο το γραμμάριο όλο το συναισθηματικό φορτίο από μέσα μου.

Αλλά ο κύριος λόγος που δεν κάνω τίποτα (καταγράφοντας και αναλύοντας σιωπηλά τις κινήσεις, τα πρόστυχα λόγια, τους αναστεναγμούς και τα ουρλιαχτά της) είναι για να διαπιστώσω το κατά πόσον υπάρχει πραγματικά. Το κατά πόσον υπάρχει αυτό το σπίτι, αυτό το βαρύ, σκαλιστό γραφείο από μαόνι, αυτή η τεράστια βιβλιοθήκη με τους χιλιάδες δερματόδετους τόμους, ο αγαπημένος μου πίνακας του Σωτήρη Σόρογκα στον τοίχο…

Περνάνε ώρες, μέρες (ίσως και μήνες) με τη Βιργινία πάνω μου να καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες να με οδηγήσει σε οργασμό. Κι εμένα ανάσκελα στο παρκέ, να μην μπορώ να τελειώσω με τίποτα. Αιτία αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι αμφισβητώ την ύπαρξή της.

Κόσμος ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, ακούγονται ήχοι επίπλων που μετακινούνται, κουζινικών που συγκρούονται μεταξύ τους, νερών που τρέχουν από βρύσες ή καζανάκια, διαπληκτισμοί. Κατά διαστήματα κάποιοι δοκιμάζουν ανεπιτυχώς να παραβιάσουν την πόρτα του γραφείου μου.

Η Βιργινία δε φαίνεται να ανησυχεί από την επ’ αόριστον παράταση αυτής της κατ’ ευφημισμόν συνουσίας. Σ’ αυτό το κορίτσι δώστου να έχει κάτι ανάμεσα στα σκέλια του και θα ξεχάσει ακόμα και το ότι οι άνθρωποι πρέπει να πιουν νερό, πρέπει να τραφούν, πρέπει να κοιμηθούν. Εγώ, αντιθέτως, αισθάνομαι ως απεργός πείνας.

Το άσχημο είναι ότι, εξ αιτίας αυτής της χρονοβόρας διαδικασίας, χάνω την κηδεία του πατέρα μου. Ελπίζω ότι (το πνεύμα του) θα με καταλάβει και θα με συγχωρέσει, αλλά σκέφτομαι τη μητέρα μου και τον κόσμο. Το σούσουρο, τις υποθέσεις, τις χαμηλόφωνες κουβέντες, τα κουτσομπολιά που θα έδωσαν και θα πήραν...

Σκέφτομαι ακόμα ότι, αν συνεχίσουμε έτσι, στο τέλος δε θα αντέξω. Υπολογίζω ότι ήδη έχω χάσει πάνω από είκοσι κιλά, ενώ η αφυδάτωση έχει μετατρέψει το δέρμα μου σε ξερό αιγυπτιακό πάπυρο, έτοιμο να τριφτεί και να γίνει σκόνη. Αλλά προσπαθώ να δω τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά. Για παράδειγμα, λέω από μέσα μου ότι έπρεπε να χάσω κάμποσα κιλάκια. Εκτός αυτού, η νηστεία σε φέρνει πιο κοντά στο Θεό και στην αλήθεια. Δεν μπορεί – κάτι θα ξέρουν οι ασκητές και οι ερημίτες για να εφαρμόζουν χιλιάδες χρόνια τώρα αυτή τη μέθοδο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

Καταλαβαίνω την αλληλοδιαδοχή της ημέρας με τη νύχτα από το φως (ή την απουσία του) στο παράθυρο του γραφείου μου, πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες. Κάποια στιγμή (απογευματάκι θα πρέπει να είναι), από την απίθανη σιγαλιά που επικρατεί στον έξω κόσμο, συνειδητοποιώ ότι χιονίζει. Θέλω να σηκωθώ από το πάτωμα και να χαρώ, έστω οπτικά, αυτό το λευκό θαύμα που σκεπάζει τον κήπο μου, αλλά δεν μπορώ. Δεν μου έχουν απομείνει καθόλου δυνάμεις. Η Βιργινία συνεχίζει ακάθεκτη να "βολοδέρνει" πάνω στο σκέλεθρό μου. Αδύνατον να της ξεφύγω.

Παύω να σκέφτομαι. Απ’ όλες μου τις αισθήσεις μονάχα η ακοή λειτουργεί κάπως ικανοποιητικά. Τα βράδια, από ένα λαϊκό κέντρο διασκέδασης απέναντι (παλιότερα δεν υπήρχε, τώρα τελευταία θα πρέπει να άνοιξε), ακούω τα καινούργια τραγούδια της χειμερινής σεζόν. Ειδικά ένα, που έξω θα πρέπει να έχει γίνει μεγάλο σουξέ, γιατί επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές κάθε βράδυ. Δεν ξέρω ποιος το λέει ούτε ποιος είναι ο συνθέτης, αλλά μου κολλάει στο μυαλό. Το επαναλαμβάνω κι εγώ από μέσα μου, σαν ξόρκι.
Έτσι ετοιμάζομαι να εγκαταλείψω τα εγκόσμια, με μια μητρομανή καρφωμένη πάνω στο μόριό μου κι ένα τραγούδι του συρμού καρφωμένο στο μυαλό μου – "Μύριζες όμορφα σαν άγρια μέντα / σαν νυχτολούλουδο μες στα τσιμέντα…"

Λένε ότι, όταν κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, έχει διάφορες παραισθήσεις. Σε αυτές αποδίδω και το γεγονός ότι μυρουδιές νυχτολούλουδου και άγριας μέντας πλημμυρίζουν τα πνευμόνια μου. Πρέπει να είναι παραίσθηση, γιατί εδώ και πολύν καιρό η αίσθηση της οσμής με έχει εγκαταλείψει. Κάτι σοβαρό πρέπει να συμβαίνει, γιατί η Βιργινία σταματάει τις παλινδρομικές της κινήσεις. Τινάζεται όρθια και ντύνεται γρήγορα. Το ίδιο βιαστικά ντύνει κι εμένα. Με σηκώνει στα χέρια της και με βάζει να καθίσω πίσω από το γραφείο μου. Μου δείχνει πανικόβλητη την πόρτα. Πάλι δεν καταλαβαίνω. Πιάνει ένα φύλλο χαρτί και γράφει: "Πίσω από την πόρτα είναι η δεσποινίς Κατερίνα.

Την κατάλαβα από τον τρόπο που χτύπησε. Τι να κάνω;"

«Άνοιξέ της!»

Δεν ξέρω αν το είπα αυτό ή το διάβασε μόνη της στα θολά μου μάτια. Ανοίγει την πόρτα, καλησπερίζει την αγαπημένη μου με σεβασμό και ανεβαίνει στη μικρή αλουμινένια σκαλίτσα για να συνεχίσει το ξεσκόνισμα της βιβλιοθήκης.

Η αγαπημένη μου μπαίνει μέσα. Φοράει ένα απλό ανοιξιάτικο λινό φόρεμα, χρώματος ουρανί, και μεγάλα ασημένια σκουλαρίκια-χαλκάδες. Τα μαλλιά της είναι χτενισμένα προς τα πίσω. Αφήνει την τσάντα που κρατάει πάνω στο γραφείο μου και σκύβει να με φιλήσει.

«Τι κάνεις κλειδωμένος ολομόναχος εδώ μέσα; Άνοιξε τουλάχιστον τα παράθυρα. Έξω είναι χαρά Θεού…»

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Αφήστε και λίγο γλυκό για μας, κύριε Κάφκα!...", εκδόσεις Κέδρος, 2004.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου