Γιατί ο Αλέξης Τσίπρας τρέχει πίσω από τους σοσιαλδημοκράτες
Του Θέμη Τζήμα
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Έλληνας πρωθυπουργός αποφασίζει να προστρέξει στη -nσυνήθως όχι τόσο φιλόξενηn- αγκάλη εκείνων που μέχρι πρότινος λοιδορούσε. Το φλερτ του με τους σοσιαλδημοκράτες της ΕΕ δεν είναι εξαίρεση. Τι κρύβεται όμως πίσω από τη...συγκεκριμένη πολιτική του στροφή και τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει;
Μια προφανής εξήγηση για τα κίνητρα του πρωθυπουργού είναι ο τακτικιστικός επικοινωνισμός του, που υπερβαίνει ενίοτε τα όρια του αρχοντοχωριατισμού. Δεν είναι άλλωστε ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που συγχέει τις δημόσιες σχέσεις του με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Υπάρχει όμως και βαθύτερος λόγος: όλη η πολιτική του Αλέξη Τσίπρα εδράζεται στην ελπίδα ότι μπορεί να επωφεληθεί από οριακές ρηγματώσεις του σκληρού δημοσιονομισμού που ορίζει από κοινού με το νεοφιλελευθερισμό την οικονομική πολιτική της ΕΕ. Περιμένει ότι οι Ολάντ και Ρέντσι, μπροστά στο επερχόμενο αδιέξοδο της ΕΕ θα πιέσουν τη Γερμανίδα καγκελάριο για έστω ψίχουλα δημοσιονομικής ευελιξίας. Με αυτές τις οριακές έως ανεπαίσθητες αλλαγές - που θα κερδίσουν άλλοι για αυτόν - με μια ανακοπή της ύφεσης από του χρόνου λόγω εξάντλησης της πτωτικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, έστω στο πλαίσιο ενός μακρόχρονου βαλτώματος και με αρκετές φωτογραφίες ελπίζει ότι θα αντιστρέψει το κλίμα απαξίωσης της κυβέρνησής του.
Όπως και οι υπόλοιποι (σοσιαλ-)νεοφιλελεύθεροι τύπου Ρέντσι και Ολάντ προχωρά -τουλάχιστον- σε δύο λανθασμένες αναγνώσεις της ευρωπαϊκής κατάστασης και σε μια της ελληνικής: πρώτον, ότι μπορεί να ολοκληρωθούν οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις χωρίς το δημοσιονομικό ζουρλομανδύα. Αντιμετωπίζουν τη δημοσιονομική προσήλωση της ΕΕ και της Ευρωζώνης περίπου σα μια γερμανική ιδιοτροπία. Έτσι ουσιαστικά διακηρύττουν ότι είναι πρόθυμοι να υλοποιήσουν πλήρως τη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση και φτωχοποίηση της εργασίας αλλά διεκδικούν τη δυνατότητα να ασκήσουν μια επιδοματική πολιτική σχετικής ανακούφισης της φτώχειας ή και επιβίωσης τμημάτων μεσαίων τάξεων.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι ο δημοσιονομισμός συνιστά συστατικό στοιχείο του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού. Η φτωχοποίηση και απορρύθμιση της εργασίας, η απόσυρση του κράτους από τομείς της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής προς όφελος του ιδιωτικού παρασιτισμού, η εσωτερική υποτίμηση συνιστούν διαρκώς παρούσες συνθήκες που στρώνουν το δρόμο για τη νεοφιλελεύθερη επιβολή. Με άλλα λόγια: χωρίς δημοσιονομικό ζουρλομανδύα δεν υπάρχει νεοφιλελευθερισμός στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, άρα δεν υπάρχει η στρατηγική πάνω στην οποία η Ευρωζώνη από ιδρύσεώς της αλλά και η ΕΕ στην παρούσα ιστορική συγκυρία συγκροτούνται. Γι' αυτό ο δημοσιονομισμός δε θα εγκαταλειφθεί, διότι η στρατηγική των αστικών τάξεων της ηπείρου περνά μέσα από την εμπέδωσή του. Οι οριακές δε χρονικές μετατοπίσεις λόγω του γερμανικού πολιτικού κύκλου, στην πραγματικότητα απλά διαιωνίζουν και άρα επιδεινώνουν αυτήν την κατάσταση.
Δεύτερον, θεωρούν ότι η Γερμανία με έναν τρόπο θα “λογικευτεί” ενώπιον της προοπτικής αποσύνθεσης της ΕΕ. Πρόκειται και πάλι για ιστορικό λάθος. Η γερμανική κυβέρνηση υλοποιεί τα συμφέροντα των Γερμανών βιομηχάνων και τραπεζιτών. Οι τελευταίοι ενδιαφέρονται για όποιο ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο, μόνο στο βαθμό που εξασφαλίζει πως η ηπειρωτική Ευρώπη θα παγιοποιηθεί ως μη ανταγωνιστική, οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένη περιφέρεια της Γερμανίας και το Ευρώ σα συγκριτικά φτηνό μάρκο. Η εξαφάνιση του γαλλό-γερμανικού άξονα έλαβε χώρα για αυτούς ακριβώς τους λόγους. Η δε Γερμανία “κοιτά” και προς άλλες κατευθύνσεις, παρότι η σχέση της με τις ΗΠΑ της επιβάλλει όρια, άρα νιώθει ότι η εξάρτησή της από το πολιτικό σχέδιο της ΕΕ είναι σχετική.
Στα παραπάνω πρέπει βεβαίως να προστεθεί η αφόρητη ασχετοσύνη και ασημαντότητα των εν λόγω πολιτικών προσώπων και δυνάμεων. Τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά, δηλαδή συνειδητά, οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι παρά μέρος της αυλής της Μέρκελ. Η δε υποτιθέμενη συμμαχία του Νότου, πέραν του ότι δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ, είναι περισσότερο συμμαχία της Μέρκελ- πρωτοστατούντος του Έλληνα πρωθυπουργού- παρά οποιοδήποτε είδος εναλλακτικού πόλου. Γιατί; μα διότι ξεκινούν από την αποδοχή των ιερών και των οσίων της πολιτικής της γερμανικής αστικής τάξης, δηλαδή της Μέρκελ: το ευρώ δεν αμφισβητείται όσο η Γερμανία το θέλει, η ΕΕ στην καλύτερη περίπτωση μπορεί ίσως να αναδιανείμει ψίχουλα αλλά ποτέ να αλλάξει αρχιτεκτονική ώστε να αμφισβητήσει το χαρακτήρα της ως νεοφιλελεύθερης γερμανικής περιφέρειας.
Τρίτον, στα αμιγώς καθ' ημάς: η ελπίδα ότι η ελληνική οικονομία έχει εξαντλήσει την πτωτική δυναμική της και ότι θα περάσει πια έστω σε οριακή και στατιστική μεγέθυνση, εκτός από πολιτικά χυδαία είναι και αστήρικτη. Είτε ενεργοποιηθεί ο κόφτης, είτε όχι, το 3ο και 4ο μνημόνιο ανατροφοδοτούν την πτωτική δυναμική στο τμήμα της συρρίκνωσης της ζήτησης, των εισοδημάτων και των δημοσίων οικονομικών. Επομένως, ακόμα και αν υλοποιούνταν οι ελπίδες Τσίπρα θα επρόκειτο για άνευ ουσίας σταγόνες σε μια οικονομική και κοινωνική έρημο.
Κάπως έτσι, όταν τα φώτα από τις φιέστες που ετοιμάζει το Σεπτέμβριο ο Έλληνας πρωθυπουργός σβήσουν, η φτώχεια και η ανεργία θα συνεχίσουν το δραματικό τους έργο. Και τότε, ούτε Ολάντ, ούτε ο Ρέντσι- στο βαθμό άλλωστε που και για τους ίδιους δε θα έχει ως τότε πιστοποιηθεί και τυπικά η πολιτική τους απόσυρση- θα διακινδυνεύουν έστω και φωτογραφίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Υπάρχει όμως και βαθύτερος λόγος: όλη η πολιτική του Αλέξη Τσίπρα εδράζεται στην ελπίδα ότι μπορεί να επωφεληθεί από οριακές ρηγματώσεις του σκληρού δημοσιονομισμού που ορίζει από κοινού με το νεοφιλελευθερισμό την οικονομική πολιτική της ΕΕ. Περιμένει ότι οι Ολάντ και Ρέντσι, μπροστά στο επερχόμενο αδιέξοδο της ΕΕ θα πιέσουν τη Γερμανίδα καγκελάριο για έστω ψίχουλα δημοσιονομικής ευελιξίας. Με αυτές τις οριακές έως ανεπαίσθητες αλλαγές - που θα κερδίσουν άλλοι για αυτόν - με μια ανακοπή της ύφεσης από του χρόνου λόγω εξάντλησης της πτωτικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, έστω στο πλαίσιο ενός μακρόχρονου βαλτώματος και με αρκετές φωτογραφίες ελπίζει ότι θα αντιστρέψει το κλίμα απαξίωσης της κυβέρνησής του.
Όπως και οι υπόλοιποι (σοσιαλ-)νεοφιλελεύθεροι τύπου Ρέντσι και Ολάντ προχωρά -τουλάχιστον- σε δύο λανθασμένες αναγνώσεις της ευρωπαϊκής κατάστασης και σε μια της ελληνικής: πρώτον, ότι μπορεί να ολοκληρωθούν οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις χωρίς το δημοσιονομικό ζουρλομανδύα. Αντιμετωπίζουν τη δημοσιονομική προσήλωση της ΕΕ και της Ευρωζώνης περίπου σα μια γερμανική ιδιοτροπία. Έτσι ουσιαστικά διακηρύττουν ότι είναι πρόθυμοι να υλοποιήσουν πλήρως τη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση και φτωχοποίηση της εργασίας αλλά διεκδικούν τη δυνατότητα να ασκήσουν μια επιδοματική πολιτική σχετικής ανακούφισης της φτώχειας ή και επιβίωσης τμημάτων μεσαίων τάξεων.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι ο δημοσιονομισμός συνιστά συστατικό στοιχείο του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού. Η φτωχοποίηση και απορρύθμιση της εργασίας, η απόσυρση του κράτους από τομείς της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής προς όφελος του ιδιωτικού παρασιτισμού, η εσωτερική υποτίμηση συνιστούν διαρκώς παρούσες συνθήκες που στρώνουν το δρόμο για τη νεοφιλελεύθερη επιβολή. Με άλλα λόγια: χωρίς δημοσιονομικό ζουρλομανδύα δεν υπάρχει νεοφιλελευθερισμός στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, άρα δεν υπάρχει η στρατηγική πάνω στην οποία η Ευρωζώνη από ιδρύσεώς της αλλά και η ΕΕ στην παρούσα ιστορική συγκυρία συγκροτούνται. Γι' αυτό ο δημοσιονομισμός δε θα εγκαταλειφθεί, διότι η στρατηγική των αστικών τάξεων της ηπείρου περνά μέσα από την εμπέδωσή του. Οι οριακές δε χρονικές μετατοπίσεις λόγω του γερμανικού πολιτικού κύκλου, στην πραγματικότητα απλά διαιωνίζουν και άρα επιδεινώνουν αυτήν την κατάσταση.
Δεύτερον, θεωρούν ότι η Γερμανία με έναν τρόπο θα “λογικευτεί” ενώπιον της προοπτικής αποσύνθεσης της ΕΕ. Πρόκειται και πάλι για ιστορικό λάθος. Η γερμανική κυβέρνηση υλοποιεί τα συμφέροντα των Γερμανών βιομηχάνων και τραπεζιτών. Οι τελευταίοι ενδιαφέρονται για όποιο ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο, μόνο στο βαθμό που εξασφαλίζει πως η ηπειρωτική Ευρώπη θα παγιοποιηθεί ως μη ανταγωνιστική, οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένη περιφέρεια της Γερμανίας και το Ευρώ σα συγκριτικά φτηνό μάρκο. Η εξαφάνιση του γαλλό-γερμανικού άξονα έλαβε χώρα για αυτούς ακριβώς τους λόγους. Η δε Γερμανία “κοιτά” και προς άλλες κατευθύνσεις, παρότι η σχέση της με τις ΗΠΑ της επιβάλλει όρια, άρα νιώθει ότι η εξάρτησή της από το πολιτικό σχέδιο της ΕΕ είναι σχετική.
Στα παραπάνω πρέπει βεβαίως να προστεθεί η αφόρητη ασχετοσύνη και ασημαντότητα των εν λόγω πολιτικών προσώπων και δυνάμεων. Τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά, δηλαδή συνειδητά, οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι παρά μέρος της αυλής της Μέρκελ. Η δε υποτιθέμενη συμμαχία του Νότου, πέραν του ότι δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ, είναι περισσότερο συμμαχία της Μέρκελ- πρωτοστατούντος του Έλληνα πρωθυπουργού- παρά οποιοδήποτε είδος εναλλακτικού πόλου. Γιατί; μα διότι ξεκινούν από την αποδοχή των ιερών και των οσίων της πολιτικής της γερμανικής αστικής τάξης, δηλαδή της Μέρκελ: το ευρώ δεν αμφισβητείται όσο η Γερμανία το θέλει, η ΕΕ στην καλύτερη περίπτωση μπορεί ίσως να αναδιανείμει ψίχουλα αλλά ποτέ να αλλάξει αρχιτεκτονική ώστε να αμφισβητήσει το χαρακτήρα της ως νεοφιλελεύθερης γερμανικής περιφέρειας.
Τρίτον, στα αμιγώς καθ' ημάς: η ελπίδα ότι η ελληνική οικονομία έχει εξαντλήσει την πτωτική δυναμική της και ότι θα περάσει πια έστω σε οριακή και στατιστική μεγέθυνση, εκτός από πολιτικά χυδαία είναι και αστήρικτη. Είτε ενεργοποιηθεί ο κόφτης, είτε όχι, το 3ο και 4ο μνημόνιο ανατροφοδοτούν την πτωτική δυναμική στο τμήμα της συρρίκνωσης της ζήτησης, των εισοδημάτων και των δημοσίων οικονομικών. Επομένως, ακόμα και αν υλοποιούνταν οι ελπίδες Τσίπρα θα επρόκειτο για άνευ ουσίας σταγόνες σε μια οικονομική και κοινωνική έρημο.
Κάπως έτσι, όταν τα φώτα από τις φιέστες που ετοιμάζει το Σεπτέμβριο ο Έλληνας πρωθυπουργός σβήσουν, η φτώχεια και η ανεργία θα συνεχίσουν το δραματικό τους έργο. Και τότε, ούτε Ολάντ, ούτε ο Ρέντσι- στο βαθμό άλλωστε που και για τους ίδιους δε θα έχει ως τότε πιστοποιηθεί και τυπικά η πολιτική τους απόσυρση- θα διακινδυνεύουν έστω και φωτογραφίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου