Γράμμα ενός αφελή πλην θυμωμένου Έλληνα στον Οδυσσέα Ελύτ
γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος
Κυρ Οδυσσέα να με συμπαθάς που σε τυραγνώ τώρα μές στον ύπνο σου εκεί πάνω (ή εκεί κάτω, δεν κατέχω, συ ξέρεις) αλλά έπρεπε να στο πω.
Εδώ κάτω που λες, κάτι μωρέ δεν πάει καλά.
Κατά πως τά’ πες
Εδώ κάτω που λες, κάτι μωρέ δεν πάει καλά.
Κατά πως τά’ πες
«…Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις…»
Αλλά…
Τα αμπέλια τα ξερίζωσαν και δεν αφήνουν τους ξωμάχους να τα ξαναφυτέψουν…
Τις βάρκες και τα καϊκια τα κόψανε…ναι, όπως τ’ ακούς…τα κόψανε, τα διέλυσαν και δεν αφήνουν τους ψαράδες μας να τα ξαναφτιάξουν…
Τα βαπόρια μας δεν έχουν πια Έλληνες ναύτες να τα κουμαντάρουν…ούτε καν Ελληνική Σημαία…
Κι όσο για τις ελιές, ξένοι αγοράζουν καρπό και λάδι και τα πουλάνε για δικά τους…χώρια που και τα δέντρα ξένοι πάλι τα δουλεύουνε…άλλοτε μισακά κι άλλοτε δικά τους…ναι, βρε, αγορασμένα…μα κι οι εργάτες που τις φροντίζουν, ξένοι είναι κι αυτούνοι…Έλληνας πια ούτε για δείγμα στα χωράφια…
Ξέρω, σαν τά’ γραφες αυτά πνιγόσουν από θαλασσόβρεχτες θύμισες του Ομήρου…
Πως τό’ γραψες να δεις το άλλο…
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Και συνεπαρμένος από ένα παρελθόν Αχαιών Ηρώων, Τραγωδών και Φιλοσόφων πνιγμένο από θάλασσα, καράβια, ελιές και κρασί, να που σου βγήκε αυθόρμητα….
Και τώρα όμως; τώρα που δεν βγήκε τ’ όνειρο κυρ Οδυσσέα μου;
Πάει και δεκαπενταύγουστος βλέπεις και κοντοζυγώνει η ώρα που θα ευλογηθούν τ’ αμπέλια με βυζαντινά τυπικά και λειτουργιές που κι αυτά πατάνε σε βαθιές διονυσιακές αρχαίες ρίζες…πάντα δεμένος άρρηκτα βλέπεις ο Λαός μας μ’ αυτό το Άγιο Νάμα…
Αλλά…
Τι κι αν τά’ βγαλες όλ’ αυτά σε τρείς βαθυστόχαστους στίχους;
Πάει τ’ όνειρο κυρ Οδυσσέα…
Ναι, ξέρω, ήθελες την ρίζα μας να ορθωθεί μέσ’ απ’ τα λόγια σου γεμάτη αισιοδοξία…
Τα αμπέλια τα ξερίζωσαν και δεν αφήνουν τους ξωμάχους να τα ξαναφυτέψουν…
Τις βάρκες και τα καϊκια τα κόψανε…ναι, όπως τ’ ακούς…τα κόψανε, τα διέλυσαν και δεν αφήνουν τους ψαράδες μας να τα ξαναφτιάξουν…
Τα βαπόρια μας δεν έχουν πια Έλληνες ναύτες να τα κουμαντάρουν…ούτε καν Ελληνική Σημαία…
Κι όσο για τις ελιές, ξένοι αγοράζουν καρπό και λάδι και τα πουλάνε για δικά τους…χώρια που και τα δέντρα ξένοι πάλι τα δουλεύουνε…άλλοτε μισακά κι άλλοτε δικά τους…ναι, βρε, αγορασμένα…μα κι οι εργάτες που τις φροντίζουν, ξένοι είναι κι αυτούνοι…Έλληνας πια ούτε για δείγμα στα χωράφια…
Ξέρω, σαν τά’ γραφες αυτά πνιγόσουν από θαλασσόβρεχτες θύμισες του Ομήρου…
Πως τό’ γραψες να δεις το άλλο…
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Και συνεπαρμένος από ένα παρελθόν Αχαιών Ηρώων, Τραγωδών και Φιλοσόφων πνιγμένο από θάλασσα, καράβια, ελιές και κρασί, να που σου βγήκε αυθόρμητα….
Και τώρα όμως; τώρα που δεν βγήκε τ’ όνειρο κυρ Οδυσσέα μου;
Πάει και δεκαπενταύγουστος βλέπεις και κοντοζυγώνει η ώρα που θα ευλογηθούν τ’ αμπέλια με βυζαντινά τυπικά και λειτουργιές που κι αυτά πατάνε σε βαθιές διονυσιακές αρχαίες ρίζες…πάντα δεμένος άρρηκτα βλέπεις ο Λαός μας μ’ αυτό το Άγιο Νάμα…
Αλλά…
Τι κι αν τά’ βγαλες όλ’ αυτά σε τρείς βαθυστόχαστους στίχους;
Πάει τ’ όνειρο κυρ Οδυσσέα…
Ναι, ξέρω, ήθελες την ρίζα μας να ορθωθεί μέσ’ απ’ τα λόγια σου γεμάτη αισιοδοξία…
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Καλά τα λόγια τα όμορφα μωρέ…και δίνουν και κουράγιο…
Αλλά…
Πάει το καράβι κυρ Οδυσσέα, πάει και το κλήμα το παλιάμπελο του παππού, πάει και η Ελιά…
Σαν να σ’ ακούω να φωνάζεις τώρα, διφορούμενα – θυμός είναι; Θλίψη είναι; Θα σε γελάσω…
Αλλά…
Πάει το καράβι κυρ Οδυσσέα, πάει και το κλήμα το παλιάμπελο του παππού, πάει και η Ελιά…
Σαν να σ’ ακούω να φωνάζεις τώρα, διφορούμενα – θυμός είναι; Θλίψη είναι; Θα σε γελάσω…
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ
Άστο τώρα αυτό όμως, μην μου σκοτίζεις το νου, μην με μπερδεύεις με διφορούμενα…
Άσε που σε δύσκολες μέρες η ψυχή του ξωμάχου θέλει πιο ξάστερες κουβέντες….βαριές, φλογάτες, σιδερένιες κουβέντες…απ’ αυτές που δίνουν θάρρος…και πίστη σ’ αυτό το άγνωστο ανυπέρβλητο κατιτις που βγαίνει – λέει – από μέσα σου και σε πιάνει και σε σηκώνει και πάλι στον αφρό απ’ το βυθό που ήσουν….
Να σαν κι εκείνο το πυρωμένο ατσάλι που έβγαζαν οι λέξεις σου όταν έγραφες
Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο. Άσε, ξέρω Καπετάν Δυσσέο…φουντώνεις και αλαφιάζεις…αλλά κοίτα Καπετάνιο, δεν φταίω γω τώρα, έτσι; Μόνο του βγαίνει…
Μίλησες για καράβια, μίλησες για αμπέλια, μίλησες και για ελιές…
Και δεν ήσουν ο πρώτος τυχόντας, έτσι Καπετάνιο;
Α, τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη…ο Λαός, η φτωχολογιά θέλει τους ήρωές της…ολόκληρο Νόμπελ μας έφερες…ο Λόγος σου λοιπόν είναι Νόμος…κάτι θά’ ξερες παραπάνω από το λαουτζίκο…
Ο Λαός σ’ άκουσε και τό’ δεσε κόμπο…
Ελλάδα είπες σημαίνει Αμπέλια/κρασί, Ελλάδα σημαίνει Ελιά, Ελλάδα σημαίνει θάλασσα/βάρκα και καράβια…
Τό’ πες ή δεν τό’ πες; Κι είναι να μην τάξεις σε παιδί και σε τρελό…ούτε και να τους βάζεις όμορφες ιδέες στο κεφάλι…
Κοίτα τώρα που τα χάνουμε όλα αυτά…α, μην το ξεχάσω, μαζί και μ’ εκείνη την «υπέροχη αμμουδιά του Ομήρου» που μολόγαγες επίσης…α, και την «γλώσσα» μας…πάνε και τα δύο…τα ξολοθρεύουν κυρ Οδυσσέα…αν ήσουν μόνον από μια μεριά να δεις πόσα αρπακτικά μπορεί να χωρέσει αυτός ο τόπος…λίγο οι Ξένοι, ε λίγο και οι δικοί μας οι Εφιάλτες…κατάφεραν να την λερώσουν την αμόλυντη ονειρική ιδεατή παστάδα σου…
Α, όλα κι όλα, να λοιπόν που κάτι σου ξέφυγε καπετάν Δυσσέα…δεν έχουμε μόνο αυτά τα τρία που είπες…
Έχουμε κι απ’ το άλλο το φρούτο…εφιάλτες, νενέκους, πηλιογούσηδες…και ξέρεις κάτι;
Αυτό το φρούτο αποδείχτηκε πολύ, πολύ πιο δυνατό απ’ τ’ άλλα που εσύ ανέφερες…
Εκείνα χάνουνται, αυτό μένει όμως και δυναμώνει το άτιμο…όλο και πιο πολύ…φούρμαξε αλαφιασμένο, θέριεψε αλλόκοτα το ακατανόμαστο και ξάμωσε να βιάσει την ίδια τη μήτρα που το γεννοβόλησε…
Μήπως – λέω μήπως – να ξανάκανες μωρέ – έστω από εκεί που είσαι – μια προσπάθεια να το ξαναφτιάξεις;
Έτσι για να είναι και πιο κοντά στην πραγματικότητα….
Μπορείς ας πούμε να το συνδέσεις και με το άλλο το φρούτο…τουρισμό το λένε…κι από τούτο έχουμε…αυτό βλέπεις μας το επιτρέπουνε ακόμα οι ξένοι αφεντάδες…
Α, και που είσαι….υπάρχει κι ένα ακόμη φρούτο, κρυμμένο τόσα χρόνια, που σου ξέφυγε….λες και περίμενε να φύγεις εσύ για να βγει απ’ την κρυψώνα του πανώρια δράκαινα όμοιο…
Ραγιαδισμός λέγεται…πήρε και μορφή πλουμισμένη με ότι πιο φανταιζί θα μπορούσες να φανταστείς…Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, χανούμισες, ότι πιο Τούρκικο τόσο και πιότερη πέραση έχει…τηλεθέαση το λένε…
Να, θα μπορούσες ας πούμε να το φτιάξεις κάπως έτσι – και συμπάθα με για την αποκοτιά μου να σε παραφράσω, έτσι Καπετάνιο;
Άσε που σε δύσκολες μέρες η ψυχή του ξωμάχου θέλει πιο ξάστερες κουβέντες….βαριές, φλογάτες, σιδερένιες κουβέντες…απ’ αυτές που δίνουν θάρρος…και πίστη σ’ αυτό το άγνωστο ανυπέρβλητο κατιτις που βγαίνει – λέει – από μέσα σου και σε πιάνει και σε σηκώνει και πάλι στον αφρό απ’ το βυθό που ήσουν….
Να σαν κι εκείνο το πυρωμένο ατσάλι που έβγαζαν οι λέξεις σου όταν έγραφες
Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο. Άσε, ξέρω Καπετάν Δυσσέο…φουντώνεις και αλαφιάζεις…αλλά κοίτα Καπετάνιο, δεν φταίω γω τώρα, έτσι; Μόνο του βγαίνει…
Μίλησες για καράβια, μίλησες για αμπέλια, μίλησες και για ελιές…
Και δεν ήσουν ο πρώτος τυχόντας, έτσι Καπετάνιο;
Α, τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη…ο Λαός, η φτωχολογιά θέλει τους ήρωές της…ολόκληρο Νόμπελ μας έφερες…ο Λόγος σου λοιπόν είναι Νόμος…κάτι θά’ ξερες παραπάνω από το λαουτζίκο…
Ο Λαός σ’ άκουσε και τό’ δεσε κόμπο…
Ελλάδα είπες σημαίνει Αμπέλια/κρασί, Ελλάδα σημαίνει Ελιά, Ελλάδα σημαίνει θάλασσα/βάρκα και καράβια…
Τό’ πες ή δεν τό’ πες; Κι είναι να μην τάξεις σε παιδί και σε τρελό…ούτε και να τους βάζεις όμορφες ιδέες στο κεφάλι…
Κοίτα τώρα που τα χάνουμε όλα αυτά…α, μην το ξεχάσω, μαζί και μ’ εκείνη την «υπέροχη αμμουδιά του Ομήρου» που μολόγαγες επίσης…α, και την «γλώσσα» μας…πάνε και τα δύο…τα ξολοθρεύουν κυρ Οδυσσέα…αν ήσουν μόνον από μια μεριά να δεις πόσα αρπακτικά μπορεί να χωρέσει αυτός ο τόπος…λίγο οι Ξένοι, ε λίγο και οι δικοί μας οι Εφιάλτες…κατάφεραν να την λερώσουν την αμόλυντη ονειρική ιδεατή παστάδα σου…
Α, όλα κι όλα, να λοιπόν που κάτι σου ξέφυγε καπετάν Δυσσέα…δεν έχουμε μόνο αυτά τα τρία που είπες…
Έχουμε κι απ’ το άλλο το φρούτο…εφιάλτες, νενέκους, πηλιογούσηδες…και ξέρεις κάτι;
Αυτό το φρούτο αποδείχτηκε πολύ, πολύ πιο δυνατό απ’ τ’ άλλα που εσύ ανέφερες…
Εκείνα χάνουνται, αυτό μένει όμως και δυναμώνει το άτιμο…όλο και πιο πολύ…φούρμαξε αλαφιασμένο, θέριεψε αλλόκοτα το ακατανόμαστο και ξάμωσε να βιάσει την ίδια τη μήτρα που το γεννοβόλησε…
Μήπως – λέω μήπως – να ξανάκανες μωρέ – έστω από εκεί που είσαι – μια προσπάθεια να το ξαναφτιάξεις;
Έτσι για να είναι και πιο κοντά στην πραγματικότητα….
Μπορείς ας πούμε να το συνδέσεις και με το άλλο το φρούτο…τουρισμό το λένε…κι από τούτο έχουμε…αυτό βλέπεις μας το επιτρέπουνε ακόμα οι ξένοι αφεντάδες…
Α, και που είσαι….υπάρχει κι ένα ακόμη φρούτο, κρυμμένο τόσα χρόνια, που σου ξέφυγε….λες και περίμενε να φύγεις εσύ για να βγει απ’ την κρυψώνα του πανώρια δράκαινα όμοιο…
Ραγιαδισμός λέγεται…πήρε και μορφή πλουμισμένη με ότι πιο φανταιζί θα μπορούσες να φανταστείς…Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, χανούμισες, ότι πιο Τούρκικο τόσο και πιότερη πέραση έχει…τηλεθέαση το λένε…
Να, θα μπορούσες ας πούμε να το φτιάξεις κάπως έτσι – και συμπάθα με για την αποκοτιά μου να σε παραφράσω, έτσι Καπετάνιο;
«…Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα θα σου απομείνει ένας Εφιάλτης, μια Γερμανίδα τουρίστρια κι ένας Γενίτσαρος. Κι αν η Ελλάδα διαλυθεί, μ’ αυτά τα τρία την ξαναφτιάχνεις…»
Ναι, ναι, ξέρω τι θα πεις:
Τόσο δύσκολο, μα τόσο δύσκολο ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει.
Ναι Καπετάνιο μου, ακριβώς….το ίδιο παθαίνει και η χώρα σου και η μεγάλη ιστορική κληρονομιά της αυτή τη στιγμή…και ο Λαός της μαζί…αντάμα και οι δικιοί σου οι Μυτιληνιοί…νά’ ξερες πόσοι εκεί κάτου – αλλά και σε κάθε γωνιά αυτού του τόπου – θά’ θελαν να μεγαλώσουν – ναι, σαν παιδί – το δικό τους αμπέλι, να φτιάξουν το δικό τους παραδοσιακό ψαράδικο σκαρί, να καλλιεργήσουν τις δικές τους ελιές, να πάρουν το δρόμο της ναυτοσύνης, όπως ακριβώς οι Ομηρικοί και όλοι οι επόμενοι Πρόγονοί τους, αλλά δεν….
Πάει το Ελληνικό σου Όνειρο Καπετάνιο…Πάει…
Διατελώ ημέτερος και να μου χαιρετήσεις τον Όμηρο, τον Οδυσσέα κι όλους αυτούς τους παλιούς που πρόλαβαν αυτές τις ωραίες Ελληνικές Στιγμές…γιατί καθώς φαίνεται, Στιγμές ήταν και Πέρασαν Καπετάνιο μου…
Τουλάχιστον αυτό πιστεύουν οι Αρχόντοι μας εδώ κάτου…κι εκεί «έξω»…και κάνουν τ’ αδύνατα δυνατά να πείσουν και μας τους αφελείς παρακατιανούς…λαουτζίκο μας έλεγαν πάντα, που δεν κατέχει από ανώτερη/βαθύτερη πολιτική και Όραμα, το θυμάσαι;
Τουλάχιστον αυτό πιστεύουν οι Αρχόντοι μας εδώ κάτου…κι εκεί «έξω»…και κάνουν τ’ αδύνατα δυνατά να πείσουν και μας τους αφελείς παρακατιανούς…λαουτζίκο μας έλεγαν πάντα, που δεν κατέχει από ανώτερη/βαθύτερη πολιτική και Όραμα, το θυμάσαι;
ΥΓ: α, και να πεις σ’ αυτόν τον Οδυσσέα ότι δεν ήταν φρόνιμα αυτά που έκαμε στην Ιθάκη. Που πήγε δα κι έφτιαξε δικό του αμπέλι χωρίς να πάρει άδεια απ’ τον Ύπατο Αρμοστή της Εσπερίας. Ούτε κι ο Όμηρος έκαμε καλά που τα κατέγραψε…Πάνε τώρα να τον μιμηθούνε τα τρισέγγονά του παντού στη χώρα και βρίσκουνε τον διάολό τους από τον Νομάρχη…
Γιώργος Ανεστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου