Νούλες και Κουλούρηδες, χά-χηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες.... ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ, μέρα που ναι
Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής.
Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο.
Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του.
Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους.
Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.
Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε... εβραιοέλληνες αλλά έμειναν ελλη-νοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι:
Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματα των, γιατί τους διώξαμεν απ' τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Καβάφης ειν' αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης.
Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνι-κόν. Δε λέγεται Χερουβικόν.
Ο κακουργημός και η εξόντωση του κλασικού έλληνα από τον εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την αυγούστα Ευδοξία.
Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλωση των εικόνων.
Η γιορτή της Ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο από τότε, στο έμπα της άνοιξης!, πολύ λαμπρά και με την παρουσία όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες!, στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών.
Στο αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε Ελληνικού.
Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.
Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου έλληνα στο ασιατικό τέρας ήταν ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος.
Εξυπνη σε ο άνθρωπος ένα πρωί, και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και παχυμουλαράτους καλόγερους.
Τότε, σαν το Χριστό με το φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία.
Και ετελείωσε με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους.
Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του νεοέλληνα.
Έλληνες λοιπόν στο δέρμα.
Και εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή.
Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας.
Αυτή απεργάστηκε την εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα.
Στο χωριό των χιλίων κατοίκων του πλανήτη μας σήμερα οι δύο έλληνες πηδοκοπούν κατά μπροστά, κι έχουν βιδωμένο το κεφάλι να βλέπει κατά πίσω.
Τους κοιτάνε οι ξένοι, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια, και τους προγκάνε.
- Στραβομάρα και πάλαβρα.
Βρε ούστ!
Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα.
Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό.
Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι.
Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη.
Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας.
Και να φέρουμε στο φως τους όφεις και τα φίδια που είναι μέσα κλεισμένα.
Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη.
Όχι για να προστατέψει τα νιτε-ρέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία.
Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του.
Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες .- Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά' σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα.
Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ.
Θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και ?πάλε με χρόνους με καιρούς...?. Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες.
Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία.
Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και το μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης.
Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς.
Και τού 'κλεισε το μάτι.
Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ' έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις.
Όπως το λέει και το τραγούδι Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα, τι πρήξιμο, κοιλιά μου.
Και τα οθωμανικά? τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου.
Μόνε πρόσεχε!
Στο κρυφό και στο σκεπασμένο.
Θά 'χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου.
Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα.
Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα.
Κι αμάν αμάν.
Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου.
Γιατί θα σε κρεμάσω με τ' άντερα σου.
Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια;
Ακόμη αποκρατά ο απόηχος.
Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διη-γάται πως ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξά-μετρο βαγένι.
Και πως σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρ-δέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά .
Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε;
Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά.
Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό.
Είναι οι φαναριώτες.
Οι αόρατοι τουρκολάτρες.
Οι πρί-ντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας.
Οι καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ρα-γκαβήδες, οι μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες.
Αυτή η λύμη και η συφορά.
Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου.
Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλο-φόροι φαναριώτες.
Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες?
Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι?
Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Μακρυγιάννης? ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης,
ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας? οι σουλιώτες και οι μανιάτες.
Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του ελ-ληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας.
(Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι).
Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση.
Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα.
Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά.
Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί.
Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Όταν η Διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο Σολωμός, για να διασπάσει τουςοπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο Μαρκομπότσαρης, ο
Μάρκος τους εκάλεσε, έσκιασε μπροστά στα μάτια τους το δίπλωμα του, και είπε: - Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα.
Κι όποιος είναι παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε- και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου.
Εσκοτώθηκαν τούρκοι έως οχτακόσιοι.
Από τους δικούς του δεκατρείς.
Και τριάντα λαβωμένοι.
Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο.
Και τον τα-φιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα.
Όπως παλαιά οι αχαιοί τον Πάτροκλο.
Τον κλαίει ο γερο-Νοταράς, Γονατιστός τον έκλαιγε.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη.
Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες.
Οι φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε!
Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους έλληνες το θρήνο και τη συφορά.
Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα.
Θα κατεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά.
Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους.
Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά.
Και θ' αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες.
Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι έλληνες τον τύραννο.
Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά.
Αλλά τους άλλους πεντέ-μισυ χρόνους σφαξόντανε μεταξύ τους.
Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή.
Αυτό ήταν το έργο των φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
-Α! βλέπω πίσω από τα βουνά.
Εκεί στην πόρτα τ' Αναπλιού.
Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι.
Μα ένα γαϊτανάκι!
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
- Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει.
Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια.
Και με τα πασου-μάκια. Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799.
Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό στο μέτωπο του Κάιν.
Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους ιερούς αγώνες Καΐρη.
Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες, και να φωτίζει τον κοσμάκη.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς.
Το μεγαλείο και το μυστήριο της Εταιρείας.
Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος.
Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους.
Εκοιμήθηκε.
Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά.
Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με τίποτα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά.
Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη;
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα.
Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό.
Είναι οι φαναριώτες.
Οι αόρατοι τουρκολάτρες.
Οι πρί-ντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας.
Οι καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ρα-γκαβήδες, οι μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες.
Αυτή η λύμη και η συφορά.
Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου.
Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλο-φόροι φαναριώτες.
Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες?
Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι?
Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Μακρυγιάννης? ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης,
ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας? οι σουλιώτες και οι μανιάτες.
Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του ελ-ληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας.
(Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι).
Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση.
Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα.
Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά.
Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί.
Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Όταν η Διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο Σολωμός, για να διασπάσει τουςοπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο Μαρκομπότσαρης, ο
Μάρκος τους εκάλεσε, έσκιασε μπροστά στα μάτια τους το δίπλωμα του, και είπε: - Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα.
Κι όποιος είναι παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε- και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου.
Εσκοτώθηκαν τούρκοι έως οχτακόσιοι.
Από τους δικούς του δεκατρείς.
Και τριάντα λαβωμένοι.
Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο.
Και τον τα-φιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα.
Όπως παλαιά οι αχαιοί τον Πάτροκλο.
Τον κλαίει ο γερο-Νοταράς, Γονατιστός τον έκλαιγε.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη.
Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες.
Οι φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε!
Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους έλληνες το θρήνο και τη συφορά.
Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα.
Θα κατεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά.
Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους.
Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά.
Και θ' αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες.
Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι έλληνες τον τύραννο.
Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά.
Αλλά τους άλλους πεντέ-μισυ χρόνους σφαξόντανε μεταξύ τους.
Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή.
Αυτό ήταν το έργο των φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
-Α! βλέπω πίσω από τα βουνά.
Εκεί στην πόρτα τ' Αναπλιού.
Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι.
Μα ένα γαϊτανάκι!
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
- Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει.
Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια.
Και με τα πασου-μάκια. Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799.
Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό στο μέτωπο του Κάιν.
Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους ιερούς αγώνες Καΐρη.
Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες, και να φωτίζει τον κοσμάκη.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς.
Το μεγαλείο και το μυστήριο της Εταιρείας.
Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος.
Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους.
Εκοιμήθηκε.
Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά.
Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με τίποτα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά.
Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη;
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα.
Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο.
Δίπλα στο Ρήγα.
Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώ-νειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά.
Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας.
Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας.
Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε' δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.
Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης.
Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι.
Λάθος, σοφέ μου γέρο.
Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβίκωνα.
Είχε πάρει το δρόμο της.
Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης.
Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη.
Και άφηκε την Εβραιοελ-λάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:
Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, είμαι κλεφτοφουκαράς.
Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάς.
Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, γυφτοσιφλικά-δικα.
Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέτ-τας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο.
Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια.
Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα.
Νούλες και κουλούρηδες, χά-χηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες.
Περάστε κόσμε..........................
Λιαντίνης...Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου