Και δεν χούφτωσα κιόλας… ✌Αφιερωμένο σε «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια», που δεν θα γεράσουν ποτέ…
"Μη μου βρέξεις το κεφάλι!"
«Πάμε αύριο για μπανάκι;»
Με ρώτησε ναζιάρικα το Ελενάκι. Τινάζοντας το τσουλούφι της πίσω και επιστρατεύοντας την πιο ικετευτική ματιά της.
Πώς ν’αρνηθώ; Της απάντησα ένα μεγαλοπρεπές «Ό,τι θέλει το κορίτσι μου!» και την αποχαιρέτησα έξω απ’ το σπίτι της.
Η φαντασία μου οργίαζε ήδη.
Κυριακάτικη εκδρομή με την Ελενίτσα!
Αυτή κι εγώ σε γαλάζια παραλία, να πλατσουρίζουμε στα διάφανα νερά και να κυνηγιόμαστε στ’ ακροθαλάσσι.
Την ώρα που θα ανταλλάσσαμε τα υγρά φιλιά μας,
θα της ψιθύριζα πως την αγαπάω και θέλω να είμαστε μαζί για πάντα.
Θα με κοίταγε αποσβολωμένη και το πάνω χείλι της θα τρεμόπαιζε απ’ τη συγκίνηση. Κι ύστερα θα ξεπηδούσαν πίσω απ’ τα δέντρα οι χορευτές ενός μπαλέτου και υπό τους ήχους μιας αόρατης ορχήστρας, θα χορεύανε τριγύρω μας παλιές μελωδίες.
Την τελευταία σκηνή, την αφαίρεσα απ’ τη φαντασίωσή μου, ως εντελώς ανεδαφική. Σε μια στιγμιαία κρίση αυτοκριτικής, παραδέχτηκα πως το παλιά σινεμά μου έχει δημιουργήσει μια δυσλειτουργία στη λογική ροή της σκέψης μου.
Το πρωί ξεκινήσαμε με το σαραβαλάκι μου για Σχοινιά.
Είχα απογοητευτεί λίγο με την εμφάνιση της Ελενίτσας.
Περίμενα να σκάσει μύτη με ψάθινο καβουράκι, εμπριμέ φουστανάκι ν’ ανεμίζει στον αέρα και τσάντα θαλάσσης με τα δέοντα. Τρανζιστοράκι, αντηλιακό, πετσετούλα και παγούρι με δροσερό νερό.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, η Ελενίτσα βγήκε απ’ την πολυκατοικία, με φρέντο καπουτσίνο στο χέρι, μια τσιγαρούκλα στραβοτυλιγμένη στο άλλο, με το μαλλί φουσκωμένο τούρλα σαν τη Νίτσα Μαρούδα στις δόξες της και μια υποψία ρούχου πάνω της, που ίσως κάποτε να υπήρξε παιδικό σωβρακοφάνελο. Τόσο μικροσκοπικό.
Αφού της σφύριξαν όλοι οι αρσενικοί οργανισμοί της περιοχής, μπήκε λάγνα στο αυτοκίνητο και με φίλησε στον αέρα. Η ανάσα της μύριζε σέρτικο Αγρινίου, αλλά ευτυχώς απομακρύνθηκε εγκαίρως, πριν με πιάσει ναυτία απ’ τη δυσοσμία. «Μ’ αυτό θα πάμε;», μου πέταξε περιφρονητικά, όση ώρα διόρθωνε το τσουλούφι της στο καθρεφτάκι του συνοδηγού. «Τεσπά, άντε να ξεκινήσουμε λοιπόν! Θέλω να μαυρίσω σήμερα, να γίνω μπρούτζινη!» μου είπε με άφατη λαχτάρα.
Έκανα γαργάρα τους υπαινιγμούς της για το – ομολογουμένως παλιό - φιατάκι μου κι έβαλα ραδιόφωνο για να διασκεδάσουμε τη διαδρομή μας. Το Ελενάκι ξεφυσούσε σαν παλιά αμαξοστοιχία απ’ τη ζέστη. Στην επόμενη μία ώρα είχαμε διανύσει μόλις δέκα χιλιόμετρα, εξαιτίας της διαολεμένης κίνησης. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, αλλά το έκανα κι αυτό γαργάρα και επιστράτευσα όλη τη θετική μου σκέψη. Μέχρι να φτάσουμε στην παραλία, πλησίαζε επικίνδυνα το μεσημέρι κι εγώ κολύμπαγα ήδη στον ιδρώτα και στις ενοχές μου που δεν αξιώθηκα ακόμα, να βάλω κλιματιστικό στο αυτοκίνητο.
Φτάσαμε στον προορισμό μας, που δεν θύμιζε σε τίποτα παραλιακή περιοχή, αλλά αχανές υπαίθριο πάρκινγκ. Μας την έπεσε νεαρός με μπλοκάκι στο χέρι και τσαντάκι-μπανάνα, κρεμασμένη στη βερμούδα του. «Πέντε ευρώ το άτομο κι αν δεν βρείτε άδεια ξαπλώστρα, μπορείτε να τα εξαργυρώσετε σε φραπέ και μπουκαλάκι νερό στην καφετέρια».
Η Ελενίτσα έθεσε βέτο με διαδικασία κατεπείγοντος: «Εγώ θέλω ξαπλώστρα, αλλιώς δεν την παλεύω!». Το αγόρι με τη μπανάνα κρυφογέλασε κι απ’ το ύφος του κατάλαβα πως δεν θα βρίσκαμε ούτε στασίδι ελεύθερο. Έκανα επιτόπου στροφή και ξεκινήσαμε για την επόμενη παραλία. Η θερμοκρασία είχε γίνει πια, ίσα με την ηλικία μου –σαρανταφεύγα- κι η Ελενίτσα μεταλλασσόταν από Νίτσα Μαρούδα, σε Τασσώ Καββαδία…
Διανύσαμε τη μισή ακτογραμμή του λεκανοπεδίου, ως απελπισμένοι ταξιδιώτες που αναζητούν καταφύγιο. Παντού, εικόνες συνωστισμού.
Αν η Ρεπούση ήταν παρούσα, θα κατέγραφε τη νεώτερη σελίδα στην ιστορία του τόπου. Ξεκληρισμένες οικογένειες, σκυλιά, αυτοκίνητα, τζιπ, σακούλες τζάμπο, ομπρέλες σε ώμους, παιδιά να τσιρίζουν, τζιτζίκια να κρατάνε σεγόντο και ολούθε… ηλιοκαμένοι νέοι και νέες που ξεφυτρώνανε από παντού, με μπλοκάκια και μπανάνες στη μέση. «Πέντε ευρώ η είσοδος… για ξαπλώστρα θα περιμένετε στην ουρά μέχρι να αδειάσει κάποια… στην τιμή συμπεριλαμβάνεται φραπές με μπουκαλάκι νερό… για φρέντο θα πληρώσετε τη διαφορά… περάστε από δω, έχει μια κενή θέση στις ρίζες του δέντρου… στο τρίτο πεύκο δεξιά σας… βάλτε το με τον κώλο στα πουρνάρια».
Λίγο πριν πέσει το απόγευμα, περιπλανιόμασταν στα βάθη της Λούτσας. Ένα καραβάνι πούλμαν είχε μόλις φύγει απ’ την περιοχή και με συνοπτικές διαδικασίες, πάρκαρα στο κενό που άφησαν πίσω τους.
Απ’ την ταλαιπώρια του ταξιδιού, δεν πρόσεξα καν την περιοχή. Ήθελα μόνο να σηκωθώ απ’ το κάθισμα του αυτοκινήτου, να τεντώσω το κορμί μου και να ξεφορτώσω Ελενίτσα και εξοπλισμό παραλίας, για να ξεχυθούμε επιτέλους στα δροσερά νερά. Εις μάτην!
Μόλις γύρισα το βλέμμα μου προς την ακτή, ένα ρίγος διαπέρασε το εξαθλιωμένο κορμί μου. Κοπάδια ανθρώπων ξαπλωμένα σε διάσπαρτες ξαπλώστρες. Λαϊκό υπνωτήριο. Μουσικές, ανάκατες με τσίκνες απ’ τα φουγάρα των υπαίθριων καντινών.
Μέχρι να συνέρθω απ’ το σοκ, η Ελενίτσα είχε ήδη πετάξει το σωβρακοφάνελλο και είχε καβαντζώσει δυο πλαστικές καρέκλες. Διασταύρωση καντίνας με υπαίθρια τουαλέτα. Στριμωχτήκαμε ανάμεσα σε λαδωμένα κορμιά, Πακιστανούς που περιφέρανε την πραμάτεια τους, λουκουματζήδες και παιδάκια που έσκαβαν την άμμο, ξεθάβοντας καλαμάκια και γόπες. Ελλείψει χειρολαβών στο σημείο αυτό και με ορατό τον κίνδυνο να καταληφθεί από άλλους «λουόμενους» το ελάχιστο ελεύθερο έδαφος τριγύρω μας, μπαστακωθήκαμε στις καρέκλες.
Τα γνωστά… Το Ελενάκι σιχτίριζε και πασαλειβόταν λάδι. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας βούιζε η αεροπορική επιδρομή απ’ τα μπαλάκια των ρακετο-μονομάχων κι ένας θλιβερός βόμβος απ’ τα μεγάφωνα -σαν μελοποιημένο καρδιογράφημα- μου συνέθλιβε τη διάθεση.
Η μόνη μου παρηγοριά, ήταν οι κρυφές μου ματιές στο κορμί της Ελενίτσας. Δεν άργησα βέβαια να διαπιστώσω πως δεν ήμουν ο μόνος που ξεροστάλιαζε στη θέα του κορμιού της. «Πάμε να βουτήξουμε;» της είπα, αποφασισμένος να την πάρω μακριά απ’ τα ξελιγωμένα βλέμματα. «Πλάκα μου κάνεις; Μια ώρα τα ίσιωνα!». «Και τι θα κάνουμε ρε Ελενάκι εδώ που ρημαδοφτάσαμε; Θα τη βγάλουμε στην καρέκλα σαν παρατηρητές;». Το σκέφτηκε. Στραβοκάθησε, ρούφηξε μια γουλιά φραπέ, γκρίνιαξε πως λιώσανε τα παγάκια και τελικά ενέδωσε. «Άντε καλά… πάμε να την πέσουμε…». Ουράνια μελωδία τα λόγια της.
Η φαντασία μου ήδη σκηνοθετούσε. Το αγέρι θ’ ανέμιζε τα μαλλιά της, θα με κοίταγε στα μάτια με προσήλωση και πιασμένοι χέρι-χέρι, θα βουτάγαμε στα γαλανά νερά. «Ώπα, περίμενε!... Θα μπούμε, αλλά μη μου βρέξεις το κεφάλι! », μου πέταξε την προστακτική της, σα χαστούκι στη μούρη. Η αποδόμηση του ονείρου είχε ήδη ξεκινήσει...
Η Ελενίτσα τελικά, βούτηξε τους καλοσχηματισμένους αστραγάλους της, δήλωσε πως το νερό είναι μπούζι κι έκανε στρατιωτική μεταβολή προς τα έξω. Κι εγώ έμεινα άναυδος, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα που λαμπύριζε στις απογευματινές ακτίνες του ήλιου. Πάει και το όνειρο, πάει μαζί του αύτανδρο και το μπαλέτο. Μόνο ένας ηλικιωμένος είχε απομείνει να με κοιτάει σα χάνος, ίδιος ο μακαρίτης ο Παπαγιαννόπουλος. «Τη χούφτωσες τουλάχιστον;», διάβασα στη ματιά του.
Έκανα μακροβούτι και κολύμπησα ως εκεί που άντεχαν οι δυνάμεις μου. Μάζεψα όσον εγωισμό μου είχε απομείνει διαθέσιμος και γύρισα προς την ακτή.Βγαίνοντας έξω, διαπίστωσα πως απ’ την Ελενίτσα είχε απομείνει μόνο το πλαστικό της ποτήρι και καμιά δεκαριά γόπες, καρφωμένες στην σημείο που καθόταν. Κάθε γόπα κι ένα καρφί στην καρδιά μου. Μια παρέα που καθόταν δίπλα μας κι έπινε ασύστολα μπύρες, με ενημέρωσε χαιρέκακα. «Η κοπελιά έφυγε πριν λίγο μ’ έναν νεαρό. Κόρη σας είναι;». «Ανηψιά μου...», απάντησα πικραμένος κι ένιωθα όλη την παραλία να με φασκελώνει. Σαν τον Μαυρογιαλούρο με τους αγαθούς χωρικούς. «Όλα τα φάσκελα πάνω μου παιδιά! Όλα!...»
Η Ελενίτσα τελικά, βούτηξε τους καλοσχηματισμένους αστραγάλους της, δήλωσε πως το νερό είναι μπούζι κι έκανε στρατιωτική μεταβολή προς τα έξω. Κι εγώ έμεινα άναυδος, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα που λαμπύριζε στις απογευματινές ακτίνες του ήλιου. Πάει και το όνειρο, πάει μαζί του αύτανδρο και το μπαλέτο. Μόνο ένας ηλικιωμένος είχε απομείνει να με κοιτάει σα χάνος, ίδιος ο μακαρίτης ο Παπαγιαννόπουλος. «Τη χούφτωσες τουλάχιστον;», διάβασα στη ματιά του.
Έκανα μακροβούτι και κολύμπησα ως εκεί που άντεχαν οι δυνάμεις μου. Μάζεψα όσον εγωισμό μου είχε απομείνει διαθέσιμος και γύρισα προς την ακτή.Βγαίνοντας έξω, διαπίστωσα πως απ’ την Ελενίτσα είχε απομείνει μόνο το πλαστικό της ποτήρι και καμιά δεκαριά γόπες, καρφωμένες στην σημείο που καθόταν. Κάθε γόπα κι ένα καρφί στην καρδιά μου. Μια παρέα που καθόταν δίπλα μας κι έπινε ασύστολα μπύρες, με ενημέρωσε χαιρέκακα. «Η κοπελιά έφυγε πριν λίγο μ’ έναν νεαρό. Κόρη σας είναι;». «Ανηψιά μου...», απάντησα πικραμένος κι ένιωθα όλη την παραλία να με φασκελώνει. Σαν τον Μαυρογιαλούρο με τους αγαθούς χωρικούς. «Όλα τα φάσκελα πάνω μου παιδιά! Όλα!...»
☟ ☟ ☟...
Όπως έμαθα το ίδιο βράδυ, η Ελενίτσα έφυγε αγκαζέ με τον τύπο που τη χαλβάδιαζε εδώ και καιρό. Προφανώς έπεσε σύρμα, του έδωσε στίγμα και ο τύπος μάζεψε τα φουσκωτά του μπράτσα και κατέφθασε στην παραλία για να παραλάβει Ελενίτσα και το στεγνό τσουλούφι της. Άνισος ο αγώνας μαζί του, αφού αυτός διαθέτει είκοσι χρόνια λιγότερα, καθώς και μια εντυπωσιακή συλλογή με φέτες στην κοιλιά του. Ενώ εγώ, μόνο στο καλοριφέρ του σπιτιού μου.
Και δεν χούφτωσα κιόλας… ✌
Όπως έμαθα το ίδιο βράδυ, η Ελενίτσα έφυγε αγκαζέ με τον τύπο που τη χαλβάδιαζε εδώ και καιρό. Προφανώς έπεσε σύρμα, του έδωσε στίγμα και ο τύπος μάζεψε τα φουσκωτά του μπράτσα και κατέφθασε στην παραλία για να παραλάβει Ελενίτσα και το στεγνό τσουλούφι της. Άνισος ο αγώνας μαζί του, αφού αυτός διαθέτει είκοσι χρόνια λιγότερα, καθώς και μια εντυπωσιακή συλλογή με φέτες στην κοιλιά του. Ενώ εγώ, μόνο στο καλοριφέρ του σπιτιού μου.
Και δεν χούφτωσα κιόλας… ✌
(Αφιερωμένο σε «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια», που δεν θα γεράσουν ποτέ…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου