Παραμύθι για μικρά παιδιά
Ήταν παρατηρητικό το άτιμο και δεν δεχόταν εντολές αν δεν συνοδεύονταν με τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Και δεν μπορούσε κανείς να το πείσει και εύκολα. Γεμάτο απορίες, ζητούσε απαντήσεις για να γεμίσει τα κενά.
Αλλά όσο ρωτούσε τόσο οι απορίες αυξάνονταν αντί να λιγοστεύουν.
Όσο ήταν πολύ μικρό, η χαριτομενιά του, το γλίτωνε από τις σφαλιάρες του απηυδισμένου περίγυρου, που δεν άντεχε τις απορίες του, γιατί πολύ απλά δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Άστε που τους ξεβόλευε με τις ερωτήσεις. Και παρά να αναγκαστούν να σκεφτούν, προτιμούσαν να του χαϊδέψουν τα μαλάκια και να του λένε ένα «άντε να πας να παίξεις με τα άλλα παιδάκια». Το παιδαρέλι άρχισε να μεγαλώνει και οι σφαλιάρες να πέφτουν βροχή. Και οι απορίες έγιναν...
ερινύες. Αφού είδε και απόειδε, γιατί απαντήσεις δεν έπαιρνε, σκέφτηκε μια μέρα να πάρει τα ψηλά βουνά, μπας και δει προκοπή.
«Όσο πιο ψηλά ανέβω τόσο πιο κοντά στο Θεό θα βρεθώ άρα πιο εύκολα θα τον πετύχω κάπου και τότε θα τον πλακώσω στις ερωτήσεις», είπε από μέσα του το νιάνιαρο και άρχισε την ορειβασία . Όσο πιο ψηλά ανέβαινε τόσο περισσότερο άνοιγαν τα μάτια του και τα αυτιά του. Διαπίστωσε ότι έβλεπε καθαρότερα και άκουγε ακόμα και τον πιο ψηλό ήχο.
«Ωραία είναι εδώ πάνω» σκέφτηκε. Και συνέχισε να σκαρφαλώνει. Βρε τι βροχή έπεσε, τι χιόνι έφαγε, τίποτα δεν το άγγιξε. Μέχρι που το παιδαρέλι έφτασε στην κορυφή. Η απόλυτη γαλήνη.
«Αυτή είναι η ζωή, εδώ βρίσκεται η απάντηση, μακριά από την μπόχα της γήινης καθημερινότητας». Πριν προλάβει να τελειώσει την σκέψη του, νιώθει ένα πόνο πάνω στο κεφάλι. Γυρνάει και τι βλέπει; Ένα γέροντα με κάτασπρα αστραφτερά μαλλιά και γένια, μάτια να λάμπουν σαν διαμάντια και με μια μαγκούρα στα χέρι, να τον βαράει.
«Βρε παππού έφυγα από τα εγκόσμια για να γλιτώσω το ξύλο, και θα το βρω στην κορυφή του κόσμου;» είπε διαμαρτυρόμενο το παιδαρέλι.
-«Τι είναι αυτές οι σκέψεις που κάνεις παιδί μου;» απάντησε ο γέροντας. «Γιατί νομίζεις ότι εκεί κάτω είναι η κόλαση και εδώ πάνω η ζωή; Αν σκέφτεσαι έτσι το έχασες το παιχνίδι από την αρχή» πρόσθεσε.
-«Μα δεν βλέπεις τι γίνεται ρε μπάρμπα;» αντιμίλησε το κωλόπαιδο που ήταν και αγενέστατο. «Κάτω υπάρχει χάος, ψέμα, θυμός, πόνος, απελπισία και θλίψη. Την βλέπω στα μάτια όλων αλλά κανείς δεν μιλάει. Και δεν φαίνεται να αλλάζει η κατάσταση. Εγώ είμαι μικρό ακόμα και θέλω να ζήσω. Το βαρέθηκα το ξύλο και θέλω να μείνω εδώ» δήλωσε θρασύτητα και έβγαλε από την τσέπη του ένα γαλανόλευκο σημαιάκι (είχε και λίγο κίτρινο-πορτοκαλί πάνω), το ΄χωσε στο χιόνι και κήρυξε την περιοχή δική του. Πριν προλάβει να στήσει το αντίσκηνο, νάσου και το δεύτερο μπαμ στην κεφάλα. Το Χριστό φαντάρο είδε το μικρό και τα στρουμφάκια να κάνουν παρέλαση μπροστά στα μάτια του. Αποκαμωμένο, προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του, ζητά από τον παππούλη (που τα’ χε πατήσει τα 300 ) στήριγμα να σηκωθεί.
- «Να σταθείς μόνο σου» ήταν η απάντηση που πήρε.
Του πήρε καμιά ώρα αλλά τα κατάφερε στο τέλος. Αλλά φούντωσε από τα νεύρα και ετοιμαζόταν να τα χώσει στον γέροντα. Πριν προλάβει να πει την πρώτη βρισιά, τον πιάνει ο γέρος από το αυτί και του λέει :
«Άκου να δεις, αντί να περιμένεις βοήθεια από τους άλλους για να σηκωθείς και να θυμώνεις όταν δεν σε βοηθούν, χρησιμοποίησε την σκέψη σου για να βρεις τρόπους να σηκώσεις τον εαυτό σου. Έτσι, όταν σηκωθείς ούτε θυμωμένος με τους γύρω θα είσαι, ούτε με την μοίρα σου. Θα ‘χεις κερδίσει την πρώτη μάχη και αυτομάτως θα έχεις την απαραίτητη ενέργεια και θάρρος για να συνεχίσεις, να πας να σηκώσεις κι άλλους που θα είναι έτοιμοι να σηκωθούν. Το κατάλαβες;»
Για πρώτη φορά το σκασμένο σιώπησε. Άχνα δεν έβγαλε. Έκατσε στην άκρη του βουνού και προσπαθούσε να κοιτάξει στα μάτια τον γέροντα, αλλά δεν μπορούσε γιατί τον τύφλωνε το φως. Τελικά αποφάσισε να κλείσει τα δικά του μάτια και να σκεφτεί αυτά που άκουσε. Μετά από ώρα γύρισε στον μπάρμπα και του είπε:
«Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη γέροντα» διαμαρτυρήθηκε.
Και αυτός του ανταπάντησε : «Οι αλλαγές ξεκινούν από μικρά δωμάτια με σκεπτόμενους ανθρώπους. Πάντα έτσι γινόταν, από αρχαιοτάτων χρόνων και τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει. Άντε τώρα πήγαινε σπίτι σου γιατί θα σε ψάχνουν οι γονείς σου».
«Μπα αυτοί έχουν τα ‘χουν βάλει με ένα άλλο παιδάκι, τον Γιωργάκη. Ούτε θα κατάλαβαν ότι λείπω. Από τότε που εμφανίστηκε αυτός, έχουν έρθει τα πάνω κάτω στο χωριό, αλλά κανείς δεν λέει τίποτα» είπε το μικρό.
«Να θυμάσαι αυτό που σου είπα και μην φοβάσαι. Άντε ξεκίνα»
Το ανήσυχο παιδαρέλι πήρε των ομματίων του και άρχισε την κατάβαση. Με πολύ φόβο. Κάποια στιγμή που άρχισαν να ξανακλείνουν τα μάτια και τα αυτιά σταμάτησε. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Το συναίσθημα της κατάβασης του τρυπούσε την ψυχή. Ήταν ένας μικρός θάνατος.
«Τι άσχημο συναίσθημα. Δεν το θέλω. Προτιμώ μόνο μου. Πού να γυρίσω στο χωριό με τον μικρό Γιωργάκη; Δεν μας έχει αφήσει χώρο να παίξουμε» Και έκανε μια να στραφεί. Μπαμ, νάτο το χτύπημα στο κεφάλι από την μαγκούρα του γέροντα.
«Μα που βρέθηκες εδώ ρε παππού; Πώς κατέβηκες;» αναρωτήθηκε το μικρό.
«Τα αυτιά και τα μάτια μπορείς να τα ‘χεις ορθάνοιχτα ακόμα και στον Άδη. Άσε τις δικαιολογίες και γύρνα σπίτι σου. Την απάντηση που ήθελες, την πήρες», αναφώνησε ο γέρος.
«Και με τον μικρό Γιωργάκη τι θα κάνω; Κανείς δεν τον θέλει αλλά όλοι τον φοβούνται. Αλωνίζει το χωριό γιατί οι γονείς του, του το έχουν αγοράσει ολόκληρο για να έχει να παίζει. Και τα άλλα παιδάκια πρέπει να του ζητούν την άδεια ακόμα και για να αναπνεύσουν!» ξεσπάθωσε το μικρό.
Και τότε ο γέροντας ζύγωσε και χάιδεψε το κεφαλάκι του μικρού, που κατάφερε να δει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του. Ήταν κρυστάλλινα και καθαρά. Γεμάτα δύναμη και συμπόνια. Ο γέροντας έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτάκι:
«Τι αποκαλείς έναν ηγέτη χωρίς ακόλουθους;»
«Τι;» ρώτησε το παιδί.
«Ένα μοναχικό άνθρωπο που κάνει περίπατο» είπε ο γέροντας και εξαφανίστηκε.
Ένα χαμόγελο διαφάνηκε στα χείλη του μικρού, που δεν ένοιωθε πλέον φόβο. Συνέχισε να κατεβαίνει το βουνό και αδημονούσε να φτάσει στο χωριό. Μάλιστα κάποια στιγμή βρήκε μια σακούλα σκουπιδιών και αποφάσισε να την κάνει έλκηθρο. Κατέβηκε από την χιονισμένη βουνοπλαγιά σφαίρα. Και το χάρηκε πολύ. Το καταδιασκέδασε. Φτάνοντας στο χωριό του, σκεφτόταν ποιο μικρό δωμάτιο θα διαλέξει για να μπει.
Καλή αρχη...Χωρίς τέλος
ερινύες. Αφού είδε και απόειδε, γιατί απαντήσεις δεν έπαιρνε, σκέφτηκε μια μέρα να πάρει τα ψηλά βουνά, μπας και δει προκοπή.
«Όσο πιο ψηλά ανέβω τόσο πιο κοντά στο Θεό θα βρεθώ άρα πιο εύκολα θα τον πετύχω κάπου και τότε θα τον πλακώσω στις ερωτήσεις», είπε από μέσα του το νιάνιαρο και άρχισε την ορειβασία . Όσο πιο ψηλά ανέβαινε τόσο περισσότερο άνοιγαν τα μάτια του και τα αυτιά του. Διαπίστωσε ότι έβλεπε καθαρότερα και άκουγε ακόμα και τον πιο ψηλό ήχο.
«Ωραία είναι εδώ πάνω» σκέφτηκε. Και συνέχισε να σκαρφαλώνει. Βρε τι βροχή έπεσε, τι χιόνι έφαγε, τίποτα δεν το άγγιξε. Μέχρι που το παιδαρέλι έφτασε στην κορυφή. Η απόλυτη γαλήνη.
«Αυτή είναι η ζωή, εδώ βρίσκεται η απάντηση, μακριά από την μπόχα της γήινης καθημερινότητας». Πριν προλάβει να τελειώσει την σκέψη του, νιώθει ένα πόνο πάνω στο κεφάλι. Γυρνάει και τι βλέπει; Ένα γέροντα με κάτασπρα αστραφτερά μαλλιά και γένια, μάτια να λάμπουν σαν διαμάντια και με μια μαγκούρα στα χέρι, να τον βαράει.
«Βρε παππού έφυγα από τα εγκόσμια για να γλιτώσω το ξύλο, και θα το βρω στην κορυφή του κόσμου;» είπε διαμαρτυρόμενο το παιδαρέλι.
-«Τι είναι αυτές οι σκέψεις που κάνεις παιδί μου;» απάντησε ο γέροντας. «Γιατί νομίζεις ότι εκεί κάτω είναι η κόλαση και εδώ πάνω η ζωή; Αν σκέφτεσαι έτσι το έχασες το παιχνίδι από την αρχή» πρόσθεσε.
-«Μα δεν βλέπεις τι γίνεται ρε μπάρμπα;» αντιμίλησε το κωλόπαιδο που ήταν και αγενέστατο. «Κάτω υπάρχει χάος, ψέμα, θυμός, πόνος, απελπισία και θλίψη. Την βλέπω στα μάτια όλων αλλά κανείς δεν μιλάει. Και δεν φαίνεται να αλλάζει η κατάσταση. Εγώ είμαι μικρό ακόμα και θέλω να ζήσω. Το βαρέθηκα το ξύλο και θέλω να μείνω εδώ» δήλωσε θρασύτητα και έβγαλε από την τσέπη του ένα γαλανόλευκο σημαιάκι (είχε και λίγο κίτρινο-πορτοκαλί πάνω), το ΄χωσε στο χιόνι και κήρυξε την περιοχή δική του. Πριν προλάβει να στήσει το αντίσκηνο, νάσου και το δεύτερο μπαμ στην κεφάλα. Το Χριστό φαντάρο είδε το μικρό και τα στρουμφάκια να κάνουν παρέλαση μπροστά στα μάτια του. Αποκαμωμένο, προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του, ζητά από τον παππούλη (που τα’ χε πατήσει τα 300 ) στήριγμα να σηκωθεί.
- «Να σταθείς μόνο σου» ήταν η απάντηση που πήρε.
Του πήρε καμιά ώρα αλλά τα κατάφερε στο τέλος. Αλλά φούντωσε από τα νεύρα και ετοιμαζόταν να τα χώσει στον γέροντα. Πριν προλάβει να πει την πρώτη βρισιά, τον πιάνει ο γέρος από το αυτί και του λέει :
«Άκου να δεις, αντί να περιμένεις βοήθεια από τους άλλους για να σηκωθείς και να θυμώνεις όταν δεν σε βοηθούν, χρησιμοποίησε την σκέψη σου για να βρεις τρόπους να σηκώσεις τον εαυτό σου. Έτσι, όταν σηκωθείς ούτε θυμωμένος με τους γύρω θα είσαι, ούτε με την μοίρα σου. Θα ‘χεις κερδίσει την πρώτη μάχη και αυτομάτως θα έχεις την απαραίτητη ενέργεια και θάρρος για να συνεχίσεις, να πας να σηκώσεις κι άλλους που θα είναι έτοιμοι να σηκωθούν. Το κατάλαβες;»
Για πρώτη φορά το σκασμένο σιώπησε. Άχνα δεν έβγαλε. Έκατσε στην άκρη του βουνού και προσπαθούσε να κοιτάξει στα μάτια τον γέροντα, αλλά δεν μπορούσε γιατί τον τύφλωνε το φως. Τελικά αποφάσισε να κλείσει τα δικά του μάτια και να σκεφτεί αυτά που άκουσε. Μετά από ώρα γύρισε στον μπάρμπα και του είπε:
«Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη γέροντα» διαμαρτυρήθηκε.
Και αυτός του ανταπάντησε : «Οι αλλαγές ξεκινούν από μικρά δωμάτια με σκεπτόμενους ανθρώπους. Πάντα έτσι γινόταν, από αρχαιοτάτων χρόνων και τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει. Άντε τώρα πήγαινε σπίτι σου γιατί θα σε ψάχνουν οι γονείς σου».
«Μπα αυτοί έχουν τα ‘χουν βάλει με ένα άλλο παιδάκι, τον Γιωργάκη. Ούτε θα κατάλαβαν ότι λείπω. Από τότε που εμφανίστηκε αυτός, έχουν έρθει τα πάνω κάτω στο χωριό, αλλά κανείς δεν λέει τίποτα» είπε το μικρό.
«Να θυμάσαι αυτό που σου είπα και μην φοβάσαι. Άντε ξεκίνα»
Το ανήσυχο παιδαρέλι πήρε των ομματίων του και άρχισε την κατάβαση. Με πολύ φόβο. Κάποια στιγμή που άρχισαν να ξανακλείνουν τα μάτια και τα αυτιά σταμάτησε. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Το συναίσθημα της κατάβασης του τρυπούσε την ψυχή. Ήταν ένας μικρός θάνατος.
«Τι άσχημο συναίσθημα. Δεν το θέλω. Προτιμώ μόνο μου. Πού να γυρίσω στο χωριό με τον μικρό Γιωργάκη; Δεν μας έχει αφήσει χώρο να παίξουμε» Και έκανε μια να στραφεί. Μπαμ, νάτο το χτύπημα στο κεφάλι από την μαγκούρα του γέροντα.
«Μα που βρέθηκες εδώ ρε παππού; Πώς κατέβηκες;» αναρωτήθηκε το μικρό.
«Τα αυτιά και τα μάτια μπορείς να τα ‘χεις ορθάνοιχτα ακόμα και στον Άδη. Άσε τις δικαιολογίες και γύρνα σπίτι σου. Την απάντηση που ήθελες, την πήρες», αναφώνησε ο γέρος.
«Και με τον μικρό Γιωργάκη τι θα κάνω; Κανείς δεν τον θέλει αλλά όλοι τον φοβούνται. Αλωνίζει το χωριό γιατί οι γονείς του, του το έχουν αγοράσει ολόκληρο για να έχει να παίζει. Και τα άλλα παιδάκια πρέπει να του ζητούν την άδεια ακόμα και για να αναπνεύσουν!» ξεσπάθωσε το μικρό.
Και τότε ο γέροντας ζύγωσε και χάιδεψε το κεφαλάκι του μικρού, που κατάφερε να δει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του. Ήταν κρυστάλλινα και καθαρά. Γεμάτα δύναμη και συμπόνια. Ο γέροντας έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτάκι:
«Τι αποκαλείς έναν ηγέτη χωρίς ακόλουθους;»
«Τι;» ρώτησε το παιδί.
«Ένα μοναχικό άνθρωπο που κάνει περίπατο» είπε ο γέροντας και εξαφανίστηκε.
Ένα χαμόγελο διαφάνηκε στα χείλη του μικρού, που δεν ένοιωθε πλέον φόβο. Συνέχισε να κατεβαίνει το βουνό και αδημονούσε να φτάσει στο χωριό. Μάλιστα κάποια στιγμή βρήκε μια σακούλα σκουπιδιών και αποφάσισε να την κάνει έλκηθρο. Κατέβηκε από την χιονισμένη βουνοπλαγιά σφαίρα. Και το χάρηκε πολύ. Το καταδιασκέδασε. Φτάνοντας στο χωριό του, σκεφτόταν ποιο μικρό δωμάτιο θα διαλέξει για να μπει.
Καλή αρχη...Χωρίς τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου