Πανελλήνια συγκίνηση για τον φιλόδοξο "μπαρμπέρη" (PSI) ή... Lucius_Quinctius_Cincinnatus
Στην ερώτηση, τι θα κάνει, μετά την εκλογή νέου αρχηγού στο κόμμα τον Ιούνιο, καθώς ο ίδιος δεν θα είναι υποψήφιος, απαντά: «Θα μείνω στη Βουλή, γιατί θεωρώ ότι είναι χρήσιμη η παρουσία μου εκεί, για λόγους που υπερβαίνουν τα κομματικά όρια του ΠΑΣΟΚ. Δεν πρόκειται να πάω σε καμία εξορία και να περιμένω να με φωνάξουν».
«Δεν θέλω να υποδυθώ τον Κινγκινάτο και να περιμένω να με φωνάξουν να σώσω την ...
πατρίδα», τονίζει, σκορπώντας στο πανελλήνιο ρίγη θαυμασμού για την παντελή απουσία αλαζονείας, καθώς και για την οξυδέρκειά του ότι θα κληθεί να σώσει τη χώρα!
πατρίδα», τονίζει, σκορπώντας στο πανελλήνιο ρίγη θαυμασμού για την παντελή απουσία αλαζονείας, καθώς και για την οξυδέρκειά του ότι θα κληθεί να σώσει τη χώρα!
Το 458 π.Χ. οι Αίκουοι πολιορκούσαν ένα σημαντικό στρατόπεδο των Ρωμαίων στο όρος Αλγιδο του Λατίου. Απεγνωσμένοι οι συγκλητικοί απευθύνθηκαν στον Κιγκινάτο, αλλά αυτός δούλευε στα χωράφια του` φόρεσαν, εν σώματι, την τήβεννό τους και πήγαν εκεί που καλλιεργούσε. Το και το, του είπαν. Αφησε τότε εκείνος στην άκρη το αλέτρι του και δέχτηκε να τον ανακηρύξουν δικτάτορα.
Πήγε στο στρατόπεδο, πολέμησε τους Αικούους, νίκησε, επέστρεψε στη Ρώμη και, αμέσως, παραιτήθηκε. Μάταια τον εκλιπαρούσαν οι συγκλητικοί να παραμείνει στο αξίωμά του. Οι δεκαέξι μέρες που το κατείχε τον κούρασαν, φαίνεται. Ο ίδιος, ως ύπατος, το 460 π.Χ. αρνήθηκε να ανακαλέσει από την εξορία τον γιο του, που είχε τιμωρήσει η προηγούμενη αρχή. Οταν τελείωσε η θητεία, αρνήθηκε επίσης να επανεκλεγεί. Πήγε στο χωραφάκι του, κάπου πέρα από τον Τίβερη ποταμό, κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του για δύο χρόνια, οπότε πήγε στους Αικούους και μετά ξανά στο χωραφάκι του.
Είναι ίσως μοναδική περίπτωση ανθρώπου που δεν μαγεύτηκε από τη δύναμη της εξουσίας, αλλά από τη μυρωδιά της γης, από τα χρώματα, τα αρώματά της. Ο Λεύκιος Κουίντιος Κιγκινάτος σπάνια, ή καθόλου, ανακαλείται στη μνήμη των σύγχρονων πολιτικών ιδιοφυϊών` χαλάει τη σούπα της ευδαιμονίας, της τρυφηλής σήψης. Είναι αρρώστια η πολιτική, ισχυρίζονται όσοι καταγίνονται μ” αυτήν, εννοώντας ότι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν και ας δείχνει ο λαός αποστροφή προς τα πρόσωπά τους. Το θέμα βεβαίως είναι τι εννοούν με τον όρο πολιτική, διότι οι περισσότεροι απ” αυτούς τη βλέπουν σαν κάποιο είδος πνευματικής ανωτερότητας, ότι τάχα μου αυτοί είναι πιο επιτήδειοι, πιο ευφυείς, μαθαίνουν να ελίσσονται, να πατάνε επί πτωμάτων, να δέχονται ταπεινώσεις, να φαίνονται στην αγορά, να περπατάνε στους δρόμους και να νομίζουν ότι άπαντες τους θαυμάζουν (και πολλά θλιβερά ακόμη, όπως π.χ. η απώλεια της προσωπικότητάς τους).
Φαίνεται ότι μπαίνοντας κάποιος στην πολιτική χάνει τον εαυτό του ή εισέρχεται σ” άλλον τόπο ψυχικό-νοητικό. Οπως ακριβώς συμβαίνει σε κάποιον που μπαίνει στον πόλεμο. Θέλει δεν θέλει, θα αποθηριωθεί, θα γίνει ξένος προς ό,τι ήταν εν καιρώ ειρήνης. Σίγουρα μπαίνει σε άλλον κόσμο, βγαίνει από τον εαυτό του. Αλλά τουλάχιστον αυτός γίνεται θηρίο από το ένστικτο αυτοσυντήρησης` ο πολιτικός από τι;
Φαντάζομαι, μέρες που “ναι, εκείνους τους Τούρκους που ανασκολόπισαν τον Αθανάσιο Διάκο και στη συνέχεια τον έψησαν. Πώς μπορούσαν, μετά απ” αυτή τη φριχτή πράξη, να ζήσουν; Πώς είναι δυνατόν να είμαστε τόσο απάνθρωποι; Ή μήπως η λέξη άνθρωπος εμπεριέχει τη φρίκη; Αναλογίζονται τίποτε απ” αυτά οι πολιτικοί μας; Οτι πρέπει να μορφωθούν σε βάθος κοινωνικά εάν θέλουν να εμπνέουν εμπιστοσύνη; Να ξεριζώσουν από το μυαλό τους το τέρας της εξουσίας; Καλά, ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα, αλλά ίσως είναι προτιμότερο από το να υπομένουμε τις πράξεις των πολιτικών αγόγγυστα, να τους ακούμε σαν χάννοι. Η πράξη του Κιγκινάτου πρέπει να μπει στα μαθήματα πολιτικής Παιδείας, όπως και ο κλήρος και η ανακλητότητα της αρχαίας Δημοκρατίας.Του Γιώργου Σταματόπουλου - efsyn.gr
Πληροφορίες, που θέλουν την Αφροδίτη Αλ Σάλεχ να προβαίνει στο απονενοημένο διάβημα, διαψεύδονται ως κακόβουλες… Κ.Α. (altsantiri)
----------------------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------------
Πως διασκεδάζουν με κάτι τέτοια οι σκιές;
Εχω την εντύπωση ότι μετά την ιστορική διαμεσολάβηση του «Σκατά» που είπε ο Γκαμπρόν, η μετάφραση σήμερα του «μολών λαβέ» σε αβίαστα και χυμώδη νέα ελληνικά θα μπορούσε να ήταν: «αειγαμήσου, ρε μαλάκα» ή «παρταρχίδιαμας» - όμως μένω αμφίθυμος ποια είναι η πιο δόκιμη εκδοχή ώστε να της αφιερωθώ και να την προσκυνήσω...Από παιδάκι με γοήτευε ο Κιγκινάτοςκι απ' όταν μεγάλωσα τον μακαρίζω...Οχι τόσο διότι επέστρεψε για να σώσει την πατρίδα, όταν αυτή κινδύνευσε και τον κάλεσε επί τούτουαλλά διότι ευθύς εξαρχής είχε το σθένος ή μάλλον το κέφι να αποσυρθεί για ωραία στερνά στα χωράφια του.Γοητευτικός και γόνιμος για την αρετή -έτσι όπως την εννοούσαν- των Ρωμαίων μύθος.Ο Κιγκινάτος ήταν ο αρχετυπικός Λατίνος γεωργός-πολεμιστής που ανήκε στην πόλη του, τη Ρώμη. Αριστοκράτης, έζησε τον σκληρό κι άγριο βίο των δημοσίων πραγμάτων μπάι δε μπουκ, τότε στο λυκαυγές της Ιστορίαςκαι ο (διδακτικός) μύθος της παρακαταθήκης του δημιουργήθηκε όταν, παρ' ότι είχε αποσυρθεί στον όλβιο βίο της εξοχής και ήσυχος ιδιώτευε περιμένοντας να πεθάνει πλήρης, εκλήθη να κατεβάσει πάλι την ασπίδα του από το τζάκι, διότι η Επτάλοφη κινδύνευε.Υπήκοος πολίτης ο γέρων πλέον γαιοκτήμονας, όχι μόνο ζώστηκε τ' άρματα κι απώθησε τους κινδύνους, αλλά κατόπιν επέστρεψε και τις έκτακτες εξουσίες (δικτάτορας) με τις οποίες τον είχε προς τούτο επιφορτίσει η Πόλη και επανέκαμψε οριστικά στα χωράφια του...Σήμερα τον Κιγκινάτο θα τον παίρναμε με τις λεμονόκουπες. Πρώτον, διότι πολιτεύτηκε σύμφωνα με τα πάτρια και τα θέσμιασαν γεροξεκούτης, σχολαστικός, στριμμένος και συντηρητικός.Δεύτερον,θα παίρναμε τον Κιγκινάτο με τις λεμονόκουπες, διότι ενώ ανέβηκε στα ύπατα αξιώματα, έκανε αυτό που επέτασσε το πολίτευμα: όταν τέλεψε, κατέβηκε και πήγε σπίτι τουνα βελτιώνει τα αρδευτικά στα χωράφια του,να κάνει το λουτρό του, να τρώει και να πίνει στην ώρα τουνα χαζεύει τα νεαρά λυγερά κορίτσια να τραγουδούν και να χορεύουν στις γιορτέςπρος τιμήν των θεών, για τις σοδειές, την καλή τύχη και τον ήσυχο θάνατο.Τρίτονθα παίρναμε τον Κιγκινάτο με τις λεμονόκουπες, διότι χάλασε τη ζαχαρένια του και πήγε ξανά του σκοτωμού για τον λαό και τη Σύγκλητο της Ρώμης, κάτι άξεστους πληβείους δηλαδή και κάτι αγροίκους ου μην και κλεφτοκοτάδες πολιτικούς -με ένα λόγο, το όλον σώμα της Ρώμης συν κάτι θεομπαίχτες ιερείς, πονηρούς εμπόρους, άρπαγες μετοίκους κι άπληστους ιππείς - έναν όχλο δηλαδή, μια πατρίδα γ' εθνικής και τρισβάρβαρη,όπως θα έλεγαν καγχάζοντας οι Ελληνες της εποχήςπριν, αργότερα, να υποταγούν και να αναγορεύσουν μετά βαΐων και κλάδων τη Ρώμη «πόλιν Ελληνίδα» οι γραικύλοι - όμως αυτό είναι, πάλι, μια άλλη ιστορία.Για εκείνο όμωςπου, τέταρτον και τέλος, θα παίρναμε τον Κιγκινάτο με τις λεμονόκουπες αλλά αυτήν τη φορά με το καντάρι, θα ήταν η παραίτησή του από τις έκτακτες εξουσίες και η επιστροφή του στο τζάκι και τους δούλους του...Δεν θυμάμαι το όνομα του πατέρα τού Κιγκινάτου ούτε της γενιάς του ούτε των παιδιών του. Αυτοί όμως που τα θυμούνταν όλα αυτά κράτησαν χίλια χρόνιακι ορισμένων εξ αυτώνάλλα χίλια χρόνια μετά πολλοί εξ ημών γνωρίζουμε σήμερα το όνομα, το όνομα της γενιάς τους, το όνομα των παιδιών τους, τις σκέψεις τους, τις πράξεις τους, το έργο τους.Μυστήριο «φαντασιακό» είχε αυτός ο Κιγκινάτος - άσε που ήταν και δουλοκτήτηςπροφανώς δε και σεξιστής,τι να μας πει λοιπόν σήμερα ο «ποιητής», τι δηλοί ο μύθος του; παραδέχομαι, ουδέναν μάλιστα οι Κιγκινάτοι τότε κυκλοφορούσαν στην Αγορά με μία τήβεννο χωρίς μανίκια (οι τσέπες της εποχής) για να δείχνουν κιόλας ότι δεν χρηματίζονταν, ξύλα της Φώτως έκοβαν, διότι χρηματίζονταν πλήθος άλλοι. Κι αν ο Κιγκινάτος έκανε τη διαφορά, οι άλλοι ήταν το ποσοστό, ο συσχετισμός, η απάντηση στα γκάλοπ και τις εκλογές.Δεν ήξερε από Σοφοκλή και Ευριπίδη ο Κιγκινάτος,αλλά αν ήξεραν αυτοί γι' αυτόνθα του αφιέρωναν τις τραγωδίες τους.Εμείς θα τον παίρναμε με τις λεμονόκουπες -ουπς! συγγνώμην, σας το είπα ήδη αυτό, αλλά η τάση μου να βγάζω ηθικόν δίδαγμα από τις ιστορίες με παρασύρει -τάση, οφείλω να ομολογήσω, παιδαριώδης, μη σας πω και αρχαιόπληκτημε βγάζει από τα ασφαλή μου στερεότυπακι ανάβοντας μια λάμπα πετρελαίου σαν Σάββατο που νυχτώνοντας ψάχνει να βρει την Κυριακή τουανασυνθέτω στο ημίφως σκηνές από τη ζωή του Κιγκινάτου...ΣΤΑΘΗΣ Σ. 2.V.2009 stathis@enet.gr- Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Μαΐου 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου