Aπό την Ελένη Καρασαββίδου
Γιατί το ζήτημα της Σαμπιχά συγκλόνισε τόσο τον κόσμο και προκάλεσε τόσο έντονες συζητήσεις παντού; Ίσως γιατί βίαια μας έφερε μπροστά στον καθρέφτη μας και εμείς (αριστεροί και δεξιοί) , ως συνήθως, από φόβο ή αηδία, τον αντιστρέψαμε στο πρόσωπο του πολιτικού μας αντιπάλου.
Κι αυτή η ιστορία της συλλογικής  μας πονηριάς δεν είναι καινούργια. Ο Έντγκαρ Μορέν στον οποίο οφείλεται το πρόθεμα της αρχής μιλώντας κάποτε για την πανουργία της ιστορίας έγραψε: «Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ελευθερώτριες δυνάμεις στην Ευρώπη ήταν αποικιοκρατικές στην Ασία και την Αμερική. Το Στάλιγκραντ υπήρξε, όπως υπέροχα το διατύπωσε ο Vassili Grossman, η μεγαλύτερη νίκη και μαζί η μεγαλύτερη ήττα της ανθρωπότητας. Η μεγαλύτερη νίκη, επειδή κατέφερε το τελειωτικό πλήγμα στη ναζιστική δύναμη. Η μεγαλύτερη ήττα, επειδή εδραίωσε τον σταλινικό δεσποτισμό και ενίσχυσε επί μισό αιώνα τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό. Το διπλό παιχνίδι είναι απρόβλεπτο και αβέβαιο» «Αν η μόνη μας ελπίδα είναι καταστροφική, τότε η σωτηρία βρίσκεται στην καταστροφή, με την προϋπόθεση όμως ότι θα την αποφύγουμε στο παρά ένα. Αν κάποιος θεός διασκεδάζει προσπαθώντας να μας φοβίσει, το έχει καταφέρει».

Το ζήτημα της Σαμπιχά υπενθυμίζει με εντελώς άβολο προς όλες τις πλευρές τρόπο πως δεν είναι κάποιος  θεός (ή γι’ άλλους ο Θεός) που διασκεδάζει αλλά εμείς οι ίδιοι ξεγελώντας πρώτα τον εαυτό μας (όταν τα συμφέροντα μας το καλούν) κι έπειτα τους υπόλοιπους.
Κι όμως, αν υπάρχει κάτι που μπορεί να θρυμματίσει την ηγεμονική γλώσσα αυτής της συμπύκνωσης ιδεοληψιών και συμφερόντων  που έχει καθιερωθεί πίσω από τις πολιτικές ρητορικές είναι το βλέμμα του ανθρώπου. Το βλέμμα του ανθρώπου που γνωρίζει γιατί έχει υποστεί. Το βλέμμα του ανθρώπου που έχει υποστεί και αρνείται να ξεχάσει.  Το έχω συναντήσει αυτό το βλέμμα. Σε ανθρώπους κυρίως που υφίστανται διπλό και τετραπλό κοινωνικό αποκλεισμό ως μέλη μειονοτήτων εντός των μειονοτήτων, έτσι όπως οι μειονότητες, αυτή η κινούμενη ερώτηση προς την κοιμώμενη ή γρηγορούσα συνείδησή μας, τόσο συχνά αναπαράγουν στο εσωτερικό τους το πλέγμα εξουσιών το οποίο οι ίδιες κατεξοχήν υφίστανται.
Κάτι που στιγμή δεν ακυρώνει τις ενοχές των μεγάλων εξουσιών φυσικά… Το έχω συναντήσει όχι μόνο στην Θράκη αλλά πχ και στην Παλαιστίνη, όπου κάθε αναφορά σε ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας μπορούσε να παίξει, λέει το παιχνίδι του «αντιπάλου». Το έχω συναντήσει στο βλέμμα των Ρομά που τους θυμάται με μια κυριολεκτικά αηδιαστική στην κυνικότητά της «τρυφερότητα» η ελληνική δεξιά και κεντροδεξιά τώρα μόνο για να χτυπήσει την αυτοπυροβολημένη αντιπολίτευση, η ίδια δεξιά που λίγο καιρό πριν τους εξευτέλιζε με αφορμή την ξανθή Μαρία (την οποία ξεχάσαν όταν αποδείχθηκε παιδί ρομά από την Βουλγαρία… εμ! Όταν το παιδί δεν έχει το σωστό αίμα δεν πουλάει κιόλας… σε αντίθεση με τα όργανά του όπως θυμίζουν, αν θέλεις να θυμάσαι φυσικά…, τα 500 εξαφανισμένα παιδιά ρομά τα τελευταία χρόνια σε αυτήν «την πολιτισμένη χώρα με την βαθιά θρησκευτική συνείδηση και τις οικογενειακές αξίες»…)
Αλλά το έχω συναντήσει και στο βλέμμα των «άλλων» που τους πλησιάζει η αριστερά χρησιμοθηρικά κρατώντας, όταν την ξεβολέψουν, ανάμεσα στα δόντια της, ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι… Της αριστεράς που (για να είμαστε δίκαιοι) μόνη αυτή υπερασπίζεται τους ρομά σε τόσες περιπτώσεις χτυπώντας προς τιμήν της τον εθνολαϊκισμό, αλλά θα τους αδειάσει μπροστά στην εξουσία δίχως έλεος αναιρώντας (λες και δεν ξέρει) τα δικαιώματα του ενός ή των λίγων όταν δεν χωρούν στους σχεδιασμούς της κι όταν της αφαιρούν φαίνεται έρεισμα σε κοινότητες που ποδηγετούνται από τις δικές τους ολοκληρωτικές αντιλήψεις… Οι εξουσιαστικές δομές αναπαράγονται και εδραιώνονται όχι μόνο από τα πάνω προς τα κάτω αλλά και παράλληλα ανάμεσα στις μικροδομές της κοινωνίας, ακόμη και των κριτικά διακείμενων αρνητών της που αρνούνται διάολε (αρνούνται γιατί αυτά έχουν αναλυθεί με επάρκεια αν θέλεις να τα βρεις) να δουν πως μπορείς να απαντάς στις δευτερεύουσες συγκρούσεις, (τις πολιτιστικές) δίχως να αναιρείς τις πρωτεύουσες (τις ταξικές). Κι όταν το κάνεις  αυτό δεν πριμοδοτείς τον αντίπαλο αλλά την φαρέτρα των αξιών σου με βέλη που θα βρίσκουν τον πρέποντα στόχο κάθε φορά.
Γιατί η μετάβαση από την  κριτική στο μακροκοινωνιολογικό επίπεδο στο μικροκοινωνιολογικό σκαλώνει σε ένα πλέγμα σχέσεων εξουσίας και ιδεοληψιών που κάνουν τα άτομα και τις ομάδες ή ακόμη και τα μαντριά (εάν δεν εντάσσονται τα άτομα στις ομάδες κριτικά) στα οποία ανήκουν, να αντιδρούν αμήχανα κι εχθρικά σε οποιασδήποτε πολυπλοκότητα… Και πως όχι; Το «ένα», το συμπαγές, το ολοκληρωτικό, παραμένει πάντοτε τόσο ανακουφιστικό που καταντά αναγκαίο. Οι θεοί εξασθένησαν μόνο γιατί αυτό-θεοποιήσαμε τις ομάδες αναφοράς μας, είτε του έθνους κράτους, είτε του κόμματος, είτε της ιδεολογίας. Η φράση του Αντρέ Μαλρό, υπενθυμίζε ο Καστοριάδης στις Ρίζες του Μίσους, «είθε η νίκη σε αυτό τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν» εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους. Αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε πώς εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν πρόθυμοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν αγνώστους ή να σκοτωθούν από αυτούς. Και όταν η δεξαμενή του μίσους δεν βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Τα πολλαπλά προσωπεία ενός βάρβαρου πολιτισμού
Η Σαμπιχά είναι αυτός ο ένας άνθρωπος που διεκδίκησε στην κλειστή του κοινωνία το δικαίωμα του αυτό-προσδιορισμού και της προσωπικής εξέλιξης, μην αφήνοντας όμως πίσω και τους άλλους. Και ως γυναίκα συγκρούστηκε γι αυτό ακόμη και με την δική της κοινότητα, των Μουσουλμάνων Ρομά. Αλλά (δυστυχώς) όχι μόνο. Πέρα από το προξενείο, πέρα από το ελληνικό βαθύ κράτος, υπήρξαν και Έλληνες καθηγητές με προγράμματα εκεί πάνω, όταν η τότε νεαρή Σαμπιχά τόλμησε να διεκδικήσει την ιδιαίτερη της ταυτότητα την διέγραψαν κατ΄ουσίαν μονομιάς, αφού ξεβόλευε ακαδημαϊκούς σχεδιασμούς (συχνά το ίδιο διαβλητοί με τους κομματικούς) και προέβαλλε το αίτημα για επιδιορθώσεις προγραμμάτων, που όμως δεν θα έβρισκαν κοινό εάν δεν τα ενέκρινε το προξενείο. Παρόλα αυτά η Σαμπιχά, και το βλέμμα της, υπήρχε. Όπως τα βράχια και τα δέντρα της περιοχής. Υπήρχε, όπως τα νερά του Έβρου.
Χρησιμοποίησαν την περίπτωση της, λένε ξαφνικά, εν αγνοία της αρχικά, οι δεξιοί κι ακροδεξιοί της περιοχής. Κι όταν μας χρησιμοποιεί ο αντίπαλος, επιχειρηματολογούν προσπαθώντας τόσο παιδιάστικα να αλλάξουν το κέντρο βάρους της ιστορίας, τότε παίζουμε το παιχνίδι του και γινόμαστε πράκτορές του. (Η πρακτορολογία, αυτός ο προσδοκώμενος κατά Imogen Seger έλεγχος που φυτεύει το ολοκληρωτικό πανοπτικόν μέσα μας ώστε να ελέγχει την ρίζα της σκέψης και της πράξης, αποτελεί στο εσωτερικό της αριστεράς την αντανάκλαση της πανταχού παρούσας τελικά εξουσιαστικής πρακτικής να αποδομώ τον άλλον για να αποσταθεροποιήσω τις απόψεις του. Στις αστικές δημοκρατίες, όπως έχει γραφτεί, η κίνηση ιδεών είναι επίπλαστη, γιατί η διαπάλη δεν γίνεται μεταξύ  ιδεών, αλλά μεταξύ ηθικά νομιμοποιημένων και απονομιμοποιημένων ιδεών, που καθιστούν διαβλητή την ισονομία και την ουδετερότητα κριτηρίων.)
Αλλά το να λέει η μερίδα της αριστεράς που κάποτε κατήγγειλε την Τσεχοσλοβακία σώζοντας την τιμή του αριστερού κινήματος ενώ τους κατηγορούσαν οι Σταλινικοί ως πράκτορες του αντιπάλου πως η Σαμπιχά δεν δικαιούται να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα και να τα βάζει εξίσου με όλους τους ανταγωνιζόμενους εθνικισμούς της περιοχής γιατί έτσι γίνεται πράκτορας του αντιπάλου, αποτελεί ειρωνεία, και δικαίωση της πρακτορολογίας των σταλινικών 50 χρόνια μετά. Γιατί αν οι αξίες και η στάση ζωής μας ετεροκαθορίζονται από τους περίφημους αντιπάλους, τότε σιγά και σταθερά γίνομαι αυτό που καταγγέλλω… Παρόλα αυτά η Σαμπιχά, και το βλέμμα της, υπάρχει. Όπως τα βράχια και τα δέντρα της περιοχής. Υπήρχε, όπως τα νερά του Έβρου. Όπως υπάρχει το βλέμμα κάθε μειονοτικού ή διαφορετικού, ανεξάρτητα αν δεν το αντέχει ή δεν το χρειάζεται το ιεροποιημένο έθνος κράτος, ή η ακκιζόμενη στα όρια της ιεροποίησης ως σίγουρα προοδευτική (σοβαρά;) αριστερά.
«Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους, έγραψε ο Κασυοριάδης και πάλι: το μίσος για τον άλλο  και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δυο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία «διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση.»
Έτσι εξηγείται η δυσκολία να βρούμε ισορροπία ανάμεσα στον υστερικό εθνικισμό που τόσα δεινά επέφερε και στον απολίτικο, παραδομένο στους κοινοτισμούς που καταργούν τα οικουμενικά δικαιώματα, (σχετικοποιώντας άρα κατ’ ουσίαν και τον Ναζισμό), δήθεν διεθνισμό… Αλλά, φοβάμαι, πως έτσι εξηγείται και η δυσκολία, να βρούμε στην ίδια μας την καθημερινή ζωή ισορροπία ανάμεσα στα συνθήματα και στην πράξη…
Πόση βαρβαρότητα χωρά στον «πολιτισμό»;
Κανονικά δεν σιωπώ εύκολα, κι η ζωή που έζησα δεν μου επιτρέπει και να σοκάρομαι εύκολα. (θεωρώ πάντα πως ό,τι είμαστε μας έχουν κάνει πρώτα οι συγκρούσεις μας και έπειτα οι «καλοσύνες» μας, κι άρα πρέπει και τις δυο να τις τιμάμαι αρχίζοντας από τις πρώτες) Αλλά η ανακοίνωση της Τ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ της Ξάνθης είχε, τουλάχιστον σε μένα, αυτήν την επίδραση. Πόση παλιανθρωπιά μπορεί να χωρέσει σε μια μόνη ανακοίνωση; Και μάλιστα από την αριστερά  από την οποία έχω απαιτήσεις, (τις οποίες δεν έχω από Γεωργιάδηδες και Φαήλους) από την μη Σταλινική (;;) αριστερά που κάποτε εκπροσωπούσε έναν άλλου είδους πολιτικό πολιτισμό; Από την αριστερά που πάλι; αυτήν κριτικά όμως θα ψηφίσω (τρομάρα σας! Αλλά και τρομάρα μας!!) αφού δεν θέλω να χάνω τον ευρύτερο ορίζοντα, αλλά γι αυτό και δεν τους χαρίζω μία.
Οι προσωπικές κατηγόριες στα όρια πεζοδρομίου για μια γυναίκα που 2 ημέρες πριν είχαν επιλέξει (χαρίζοντάς μας χαμόγελα τότε) με έκαναν να αναρωτηθώ αν η μίξη πιέσεων γειτονικών εθνικισμών, παλιών δογματισμών (σε πολλά προξενημένων ως απάντηση στις πιέσεις του δικού σου απαράδεκτου εθνικισμού μην ξεχνάμε στους διωκόμενους αριστερούς) και νέων πληθυσμιακών στρωμάτων που κυοφορούν μια πολιτική κουλτούρα ξένη; προς τον χώρο μπορούν να πάρουν ακόμη και τέτοια μορφή ολετήρα… Αλλά «η ενδυμασία της, που την είχε σχεδιάσει εξολοκλήρου από το μυαλό της και την είχε ράψει η ίδια την περίσταση, όσο ήταν στη φυλακή, φαινόταν να εκφράζει με την άγρια χαρακτηριστική της ιδιαιτερότητα τα αισθήματα, τη στάση της και τη γεμάτη απελπισία τόλμη της.» έγραψε ο Ναθάνιελ Χώθορν στο Άλυκο Γράμμα. Γιατί η Σαμπιχά, όπως και κάθε Σαμπιχά όπου γης, υπάρχει και διεκδικεί. Όπως τα βράχια και τα δέντρα της περιοχής. Υπάρχει, όπως τα νερά του Έβρου.
Αλλά («σύντροφοι»;) διεκδικεί με ήθος. Πολιτικά βρίσκομαι κοντύτερα ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνει ακόμη και τώρα στο ραδιόφωνο, «εξαιτίας της πολιτικής του για τις μειονότητες.» Κι ίσως να το δηλώνει αυτό όχι γιατί γεννήθηκε κατ’ ανάγκην καλύτερη (η ίδια ξέρει πόσα της στέρησε το περιβάλλον της και το κράτος), αλλά γιατί, αντιμετωπίζοντας μια σοβαρότατη ασθένεια, η Σαμπιχά (όπως κι άλλοι ίσως στην ίδια θέση) αναμετράται αλλιώς με τον χρόνο και τον ορίζοντα.  Αλλιώς με τους ανθρώπους και τις λέξεις. Αλλιώς με τα «εξοβελίστε την!» γιατί μπορούμε να δεχθούμε μονάχα την ετερότητα που είναι βολική…
Κι έτσι όλα αυτά φτάνουν στο ίδιο εκείνο ακρότατο σημείο που ονομάζεται εκφασισμός της κοινωνίας. Κι εδώ επιτρέψτε μου (Θανάση…) να αντιγράψω τον φίλο μου τον Θανάση τον Τριαρίδη, που παρουσιάζοντας τον Πρίμο Λέβι, παρουσίαζε στην πραγματικότητα εμάς και την εποχή μας:
Το Άουσβιτς υπήρξε - και το Άουσβιτς δεν τέλειωσε ποτέ: αυτά είναι τα δύο σταθερά όρια μέσα στα οποία κινείται η πνευματική αναζήτηση του Πρίμο Λέβι. Μέσα σε αυτά τα όρια θέλησε να γυρέψει το παρελθόν, να φανταστεί το μέλλον, να ζήσει το παρόν. Μέχρι το τέλος της ζωής του αρνήθηκε πεισματικά να ζητήσει εξωτερική λύση: έναν παντοκτράτορα που κόσμους κυβερνά, μια θρησκεία, έναν αλάθητο –ισμό, μια φιλοσοφική θεωρία για σίγουρες ερμηνείες. «Υπήρξε το Άουσβιτς, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει Θεός» γράφει σε μια σπαρακτική αλληλογραφία του με τον Ισπανό μεταφραστή του – για να συμπληρώσει λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την αυτοκτονία του, με το μολύβι πάνω στα τυπογραφικά δοκίμια, το ακόμη σπαρακτικότερο μέσα στην ανθρωπιά του σχόλιο: «ψάχνω μα δεν βρίσκω την απάντηση». Η πρόταση του Λέβι είναι ο σπαραγμός της μνήμης: το να αναζητήσει κανείς τον άνθρωπο και την ηθική του αντίσταση απέναντι στο ανθρώπινο κακό μέσα στο στομάχι της κόλασης, να αναζητήσει εκεί τον θεϊκό ίσκιο (τον Άλλο Εκείνο στο ενδέκατο κεφάλαιο του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»), εκεί και όχι σε ένα μακρινό Επέκεινα, όχι σε έναν μετά θάνατο Παράδεισο, όπου η Δικαιοσύνη και η Αγάπη θα είναι επιβεβλημένος μονόδρομος. Ο Λέβι μίλησε για την ανάγκη να βρει ο άνθρωπος την δικαιοσύνη (με μικρό δέλτα) και την αγάπη (με μικρό α) μέσα από τη μνήμη της φρίκης των Λάγκερ - γιατί μόνο έτσι μπορεί να παραμείνει άνθρωπος.

/…/
Εντέλει τι μας είπε ο Λέβι: πως πρέπει υπάρχουμε για να υπάρξουμε. Αλλιώς: μας είπε πως ακόμη κι αν ζούμε σε μιαν «ανακωχή» δεν πρέπει να δούμε την ζωή μας ως μία αναμονή – αναμονή του τέλους, του ολέθρου, της Τελικής Κρίσης, της ανάστασης των νεκρών. Μας είπε πως το συντελεσμένο κακό είναι κομμάτι του κόσμου μας και πως πρέπει να μιλούμε για αυτό (: το κακό μας) και να το αναζητούμε διαρκώς γύρω μας και μέσα μας, στις μηχανές της εξουσίας και στις γωνιές της ψυχής μας. Και ανάμεσα στα άλλα, μας άφησε στην παλάμη χαρτάκια με πρακτικότερες συμβουλές: ας πούμε, να θυμόμαστε (: να το θυμίζουμε στα παιδιά μας ή σε όσους λογαριάζουμε για παιδιά μας) πως τα Άουσβιτς υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν επειδή τα φτιάχνουν άνθρωποι σαν όλους εμάς, ή όλοι εμείς· κι ακόμη, πως όσο λησμονούμε τη βεβαιότητα να ακουστεί το κοφτό σιγανό Wstavac ένα πρωί, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να είμαστε εκείνοι που θα το προφέρουμε.