Τα παιδιά του Παραδείσου
Στην Ελλάδα οι πλούσιοι θέλουν να αντιμετωπίζονται ως φτωχοί, οι πόρνες ως παρθένες, οι κλέφτες ως ευεργέτες και οι αυριανιστές ως σατιρικοί.
((Eίσαι απίστευτος, Εδουάρδε! Όχι μόνο είσαι πλούσιος, αλλά θέλεις ν’ αγαπιέσαι και σαν να ήσουν φτωχός! Τι θ’ απομείνει τότε στους φτωχούς; Λογικέψου. Mη θέλεις να τους τα στερήσεις όλα!))
Στα "Παιδιά του Παραδείσου" (το αριστούργημα του Μαρσέλ Καρνέ που εξέφρασε ανεπανάληπτα το...
μποέμικο ήθος των θεατρίνων και το λεπτό όριο μεταξύ αλητείας και ευυπόληπτης ζωής) ηρωίδα είναι η Γκαράνς - παιγμένη από την ολέθρια Αρλετύ. Η Γκαράνς, μεγαλωμένη χωρίς μάνα στα ζόρικα σοκάκια του Μελιμοντάν, είναι κάτι μεταξύ φιλοσόφου και εύκολης γυναίκας - με το γερό κόκαλο που θρέφει η μοναξιά κι ο δρόμος, με την έλλειψη ηθικολογίας που γεννά η ανάγκη για τα βασικά. Είναι όμορφη, νέα και την έχουν
ερωτευτεί όλοι. Κι εκείνη εξίσου δίνεται σε δολοφόνους και ποιητές, χαμογελώντας. Ώσπου, σε μια στροφή της τύχης, παραδίνεται και παντρεύεται μ’ έναν ζάπλουτο νεαρό κόμη, με τον οποίο διατηρεί μια amitié amoureuse, μπλεγμένη με τις συνήθεις συμβάσεις του πλούτου.
Όταν όμως συναντά έναν παλιό της έρωτα, της φτώχιας και του δρόμου (στο Βουλεβάρτο του Εγκλήματος!), κάτι αναθαρρεύει μέσα της προς μεγάλη ζήλια του κόμη. Ο οποίος διακρίνει ότι όσο κι αν είναι συμφωνημένα τα πράγματα, η καρδιά είναι ένα ελεύθερο αγρίμι. Τότε, σε μια από τις πιο ωραίες στιγμές της ταινίας (σε σενάριο Ζακ Πρεβέρ), η Γκαράνς γυρίζει στον ανάστατο νεαρό κόμη και με το ευθύ βλέμμα της του λέει: «Eίσαι απίστευτος, Εδουάρδε! Όχι μόνο είσαι πλούσιος, αλλά θέλεις ν’ αγαπιέσαι και σαν να ήσουν φτωχός! Τι θ’ απομείνει τότε στους φτωχούς; Λογικέψου. Mη θέλεις να τους τα στερήσεις όλα!».
Η φράση αυτή μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό, αφότου ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα και οι άνθρωποι αλλάζουν ραγδαία μοίρα και στρατόπεδα - σχεδόν όλοι ξεχνώντας ποιοι είναι και τι έκαναν μόλις πριν από πέντε χρόνια.
«Είσαι απίστευτος, Εδουάρδε!» λέω όταν βλέπω κλέφτες του Χρηματιστηρίου να θέλουν να διατηρήσουν τις κούφιες επιχειρήσεις που έστησαν με θαλασσοδάνεια, τείνοντας χείρα βοηθείας και κάνοντας χρήση του δόλιου άρθρου 99 για να σώσουν ΚΑΙ τις τρεις επαύλεις τους, ΚΑΙ τα δύο σκάφη τους ΚΑΙ τα πέντε αυτοκίνητά τους - ενώ απολύουν χωρίς αποζημίωση τους συνεργάτες τους.
«Είσαι απίστευτος, Εδουάρδε!» λέω όταν βλέπω τα πρωτοπαλίκαρα της παλιάς διεφθαρμένης κατάστασης να κάνουν τώρα κριτική ανεβασμένοι σε φλώρικα οδοφράγματα, επειδή η παλιά φάση καταρρέει και αυτοί βιάζονται να καβατζωθούν στο επόμενο άρμα. Δεν γίνεται να βρίζεις ως διεφθαρμένο τον Παράγοντα με τον οποίο πέρναγες όλες σου τις Πρωτοχρονιές μαζί - επειδή σε έριξε στη μοιρασιά!
«Είσαι απίστευτος, Εδουάρδε!» λέω όταν βλέπω τον Σαμαρά να καλεί στα όπλα τον κομπλεξικό, μαζοχιστή κι επιλήσμονα αυτό λαό (τον δήθεν εξαπατημένο και δήθεν αφελή), λες και κατέφθασε μόλις χθες μέσα σ’ ένα κοφίνι στις όχθες του Ποδονίφτη (ο Σαμαράς).
«Είσαι απίστευτος Εδουάρδε!» λέω, όταν διαβάζω κάθε μέρα την κίνηση στο ίντερνετ. Στην Ελλάδα, οι πλούσιοι θέλουν να αντιμετωπίζονται σαν φτωχοί. Οι αλήτες σαν ευγενείς. Οι ανίκανοι σαν αστέρια. Οι κλέφτες σαν ευεργέτες. Οι πουτάνες σαν παρθένες. Οι κιτς σαν πρωτοποριακοί. Οι γονατισμένοι σαν Μπουμπουλίνες. Οι αυριανιστές σαν σατιρικοί.
Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει εντελώς ότι κάθε ζωή είναι το σύνολο των πράξεών της. Κι έχουν ξεχάσει ότι μερικοί ανάμεσα στο θολό ακροατήριό τους θυμούνται!
Περιμένω πώς και τι τη μέρα που θ’ ακουστεί η φωνή αυτών των λίγων που έχουν μνήμη και ιστορία καθαρή. Μια φωνή νέα, χωρίς αντήχηση από παλιά απωθημένα. Χωρίς το βάρος των «χαμένων ψευδαισθήσεων». Χωρίς σημαίες από παλιούς πολέμους. Νέα παιδιά που θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια κι όλη αυτή η κατάσταση απλώς τους καθυστερεί, απλώς τους σκοτώνει.
Λυπάμαι, αλλά ως τώρα μόνο γνωστές φωνές με παράσιτα ακούω. Και μέσα βάζω και τη δική μου φωνή.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ
((Eίσαι απίστευτος, Εδουάρδε! Όχι μόνο είσαι πλούσιος, αλλά θέλεις ν’ αγαπιέσαι και σαν να ήσουν φτωχός! Τι θ’ απομείνει τότε στους φτωχούς; Λογικέψου. Mη θέλεις να τους τα στερήσεις όλα!))
Στα "Παιδιά του Παραδείσου" (το αριστούργημα του Μαρσέλ Καρνέ που εξέφρασε ανεπανάληπτα το...
μποέμικο ήθος των θεατρίνων και το λεπτό όριο μεταξύ αλητείας και ευυπόληπτης ζωής) ηρωίδα είναι η Γκαράνς - παιγμένη από την ολέθρια Αρλετύ. Η Γκαράνς, μεγαλωμένη χωρίς μάνα στα ζόρικα σοκάκια του Μελιμοντάν, είναι κάτι μεταξύ φιλοσόφου και εύκολης γυναίκας - με το γερό κόκαλο που θρέφει η μοναξιά κι ο δρόμος, με την έλλειψη ηθικολογίας που γεννά η ανάγκη για τα βασικά. Είναι όμορφη, νέα και την έχουν
ερωτευτεί όλοι. Κι εκείνη εξίσου δίνεται σε δολοφόνους και ποιητές, χαμογελώντας. Ώσπου, σε μια στροφή της τύχης, παραδίνεται και παντρεύεται μ’ έναν ζάπλουτο νεαρό κόμη, με τον οποίο διατηρεί μια amitié amoureuse, μπλεγμένη με τις συνήθεις συμβάσεις του πλούτου.
Όταν όμως συναντά έναν παλιό της έρωτα, της φτώχιας και του δρόμου (στο Βουλεβάρτο του Εγκλήματος!), κάτι αναθαρρεύει μέσα της προς μεγάλη ζήλια του κόμη. Ο οποίος διακρίνει ότι όσο κι αν είναι συμφωνημένα τα πράγματα, η καρδιά είναι ένα ελεύθερο αγρίμι. Τότε, σε μια από τις πιο ωραίες στιγμές της ταινίας (σε σενάριο Ζακ Πρεβέρ), η Γκαράνς γυρίζει στον ανάστατο νεαρό κόμη και με το ευθύ βλέμμα της του λέει: «Eίσαι απίστευτος, Εδουάρδε! Όχι μόνο είσαι πλούσιος, αλλά θέλεις ν’ αγαπιέσαι και σαν να ήσουν φτωχός! Τι θ’ απομείνει τότε στους φτωχούς; Λογικέψου. Mη θέλεις να τους τα στερήσεις όλα!».
Η φράση αυτή μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό, αφότου ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα και οι άνθρωποι αλλάζουν ραγδαία μοίρα και στρατόπεδα - σχεδόν όλοι ξεχνώντας ποιοι είναι και τι έκαναν μόλις πριν από πέντε χρόνια.
«Είσαι απίστευτος, Εδουάρδε!» λέω όταν βλέπω κλέφτες του Χρηματιστηρίου να θέλουν να διατηρήσουν τις κούφιες επιχειρήσεις που έστησαν με θαλασσοδάνεια, τείνοντας χείρα βοηθείας και κάνοντας χρήση του δόλιου άρθρου 99 για να σώσουν ΚΑΙ τις τρεις επαύλεις τους, ΚΑΙ τα δύο σκάφη τους ΚΑΙ τα πέντε αυτοκίνητά τους - ενώ απολύουν χωρίς αποζημίωση τους συνεργάτες τους.
«Είσαι απίστευτος, Εδουάρδε!» λέω όταν βλέπω τα πρωτοπαλίκαρα της παλιάς διεφθαρμένης κατάστασης να κάνουν τώρα κριτική ανεβασμένοι σε φλώρικα οδοφράγματα, επειδή η παλιά φάση καταρρέει και αυτοί βιάζονται να καβατζωθούν στο επόμενο άρμα. Δεν γίνεται να βρίζεις ως διεφθαρμένο τον Παράγοντα με τον οποίο πέρναγες όλες σου τις Πρωτοχρονιές μαζί - επειδή σε έριξε στη μοιρασιά!
«Είσαι απίστευτος, Εδουάρδε!» λέω όταν βλέπω τον Σαμαρά να καλεί στα όπλα τον κομπλεξικό, μαζοχιστή κι επιλήσμονα αυτό λαό (τον δήθεν εξαπατημένο και δήθεν αφελή), λες και κατέφθασε μόλις χθες μέσα σ’ ένα κοφίνι στις όχθες του Ποδονίφτη (ο Σαμαράς).
«Είσαι απίστευτος Εδουάρδε!» λέω, όταν διαβάζω κάθε μέρα την κίνηση στο ίντερνετ. Στην Ελλάδα, οι πλούσιοι θέλουν να αντιμετωπίζονται σαν φτωχοί. Οι αλήτες σαν ευγενείς. Οι ανίκανοι σαν αστέρια. Οι κλέφτες σαν ευεργέτες. Οι πουτάνες σαν παρθένες. Οι κιτς σαν πρωτοποριακοί. Οι γονατισμένοι σαν Μπουμπουλίνες. Οι αυριανιστές σαν σατιρικοί.
Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει εντελώς ότι κάθε ζωή είναι το σύνολο των πράξεών της. Κι έχουν ξεχάσει ότι μερικοί ανάμεσα στο θολό ακροατήριό τους θυμούνται!
Περιμένω πώς και τι τη μέρα που θ’ ακουστεί η φωνή αυτών των λίγων που έχουν μνήμη και ιστορία καθαρή. Μια φωνή νέα, χωρίς αντήχηση από παλιά απωθημένα. Χωρίς το βάρος των «χαμένων ψευδαισθήσεων». Χωρίς σημαίες από παλιούς πολέμους. Νέα παιδιά που θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια κι όλη αυτή η κατάσταση απλώς τους καθυστερεί, απλώς τους σκοτώνει.
Λυπάμαι, αλλά ως τώρα μόνο γνωστές φωνές με παράσιτα ακούω. Και μέσα βάζω και τη δική μου φωνή.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου