Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΗΡΘΕ, ΑΝΑΠΟΔΑ?? Η......

Τα ντολμαδάκια της γιαγιάς και ο ντουνιάς που ήρθε ανάποδα


Ο μπαμπάς συνέχεια γκρινιάζει πως του ήρθαν όλα ανάποδα. 

Η μαμά γκρινιάζει στον μπαμπά πως διαρκώς γκρινιάζει. 
Ο Σωτήρης μας θα φύγει λέει για τον Καναδά, να βρει τον θείο Αλέκο, που του ήρθαν όλα απ’ την καλή κι έκανε την τύχη του. 

Γιατί εδώ όλα είναι ανάποδα λέει, και δεν θα δούμε ποτέ άσπρη μέρα. 
Η γιαγιά Ιουλία κουνάει το κεφάλι της κοροϊδευτικά κάθε φορά που τον ακούει. «Μεγάλη προκοπή είδε κι ο θειος σου ο αναπαραδιάρης στα ξένα. Ούτε τα ναύλα του να’ ρθει στην πατρίδα, να δει τα γονεϊκά του δεν έχει». 
Και τότε ο αδερφός μου αγριεύει και της λέει πως είναι αναποδιασμένη και καλά θα κάνει να σωπαίνει γιατί δεν ξέρει από ανεργία. «Εγώ βρε δεν ξέρω; Αχ τζιέρι μου και να μη σου κληρώσει ποτές να ζήσεις  τις αληθινές αναποδιές της  ζωής!»... του απαντάει με παράπονο η γιαγιά και ευθύς πάει και χώνεται στο κουζινάκι της. 

Τάχα πως πλένει τα πιάτα στο νεροχύτη, μα εγώ την βλέπω να σκουπίζει κρυφά με την άκρη της ποδιάς τα μάτια της, να ρουφάει τη μύτη της κι ύστερα να ισιώνει τη φουρκέτα στον κότσο της και να επιστρέφει ευθυτενής στο τραπέζι. 
Λίγο πιο ψηλή κάθε φορά, λίγο πιο ..
περήφανη και με τα μάτια της υγρά, σα μολυβένιες βαθιές λίμνες, που φυλάνε στο βυθό τους ανείπωτα μυστικά και καημούς. Όσες ιστορίες κι αν μας έχει διηγηθεί για  κείνα τα μαύρα χρόνια του ξεριζωμού τους απ’ τα βάθη της Καππαδοκίας, δεν θα γαληνέψουν ποτέ αυτά τα μάτια.

Τρία παιδιά και τον άντρα της έχασε σε μια μέρα. 
Τους σφάξανε όλους σα τραγιά μπροστά στα μάτια της οι Τσέτες, πριν βάλουν φωτιά στο πατρικό σπίτι και ρημάξουνε το βιος τους. Ίσα που πρόλαβε να τους ξεφύγει, όση ώρα κάνανε πλιάτσικο στο σπίτι. Κι ύστερα ήρθε το μεγάλο ταξίδι προς τον Πειραιά μ’ ένα εγγλέζικο σαπιοκάραβο. Μόνο τη μάνα μου κατάφερε να γλυτώσει. Κι αυτό από ένα θαύμα, όπως μας έχει πει πολλές φορές «Ό,τι το είχα γεννήσει, μια σταλίτσα μωρό ήταν, σαν κατσιασμένο γατί. Στην απελπισιά μου απάνω, την άρπαξα απ’ την κούνια της και  την έκρυψα κάτω απ’ τα φουστάνια μου. Όλο το βράδυ περπατούσαμε ίσαμε τον σιδηρόδρομο, που θα μας πήγαινε στο λιμάνι της Μερσίνας. Δεν κοιτάγαμε πίσω μας, μόνο μας έπνιγε η  κάπνα απ’ τις φωτιές στο χωριό. Διασχίσαμε βουβοί και εξουθενωμένοι το βουνό, ενώ ακούγαμε έντρομοι τις οπλές των αλόγων, άλλοτε να πλησιάζουν προς το ανθρώπινο κομβόι μας κι άλλοτε να απομακρύνονται με τη φορά του αέρα. Και παρακαλούσα την Παναγιά την Γαλακτοτροφούσα ν’ αντέξουμε την πεζοπορία, να μη μου κλάψει και προδοθούμε στους άπιστους…. Άχνα δεν έβγαλε το γιαβρί μ’».

Κι ύστερα η μάνα μου της χαϊδεύει το κεφάλι συγκινημένη και της λέει πως οι καιροί γυρίσανε πάλι ανάποδα και θα’ ναι καλύτερα να φύγει ο Σωτήρης μας για τον Καναδά.
-         Κι εκεί δηλαδή, είναι απ’ την καλή τους τη μεριά οι καιροί; την ρωτάει κάθε φορά η γιαγιά.
-         Ξέρω κι εγώ ρε μάνα; Πάντως καλύτερα από δω. Θα βρει μια δουλίτσα, θα κάνει το κουμάντο του και θα στρώσει τη ζωή του. Εδώ τι προκοπή θα κάνει;
-         Εγώ γιαβρί μου ένα ξέρω. Βάϊ-βάϊ… προσφυγάκι θα γίνει κι ο Σωτήρης μας. Όπου και να ριζώσει, και στον πιο πλούσιο μαχαλά του ντουνιά να βρεθεί, πάντα θα κουβαλά το φορτίο του ξεριζωμού του. Σαν τους μπόγους που κουβαλούσαν οι ξεκληρισμένοι μας στο λιμάνι της Σμύρνης. Μήπως κι αποσώσουν κάτι απ’ τις περιουσίες τους. Κι ήρθαν τα συμμαχικά καράβια κι εκεί που αναθαρρήσαμε και κάναμε την προσευχή μας ότι σωθήκαμε, γέμισε η θάλασσα κομμένα χέρια και πνιγμένους. Κι οι μπόγοι επιπλέανε στα νερά, πλάι στα κουφάρια των κατόχων τους. Κι όσοι αποσώσαμε κι ήρθαμε στην Ελλάδα, πάντα με τη ρετσινιά του Τουρκόσπορου πορευτήκαμε. Ξένοι εκεί και ολότελα ξένοι εδώ…
-         Πάνε αυτά ρε μάνα… Αλλάξανε τα πράγματα από τότε, ο κόσμος προόδευσε. Τι δηλαδή; Θες να δεις τον εγγονό σου να μαραζώνει;
-         Μαράζι είναι μόνο ένα κόρη μου. Να γυρίζεις την πλάτη σου και ν’ αποχαιρετάς τα χώματά σου. Μόνο αυτή είναι η αναποδιά. Κι όσο κι αν προόδευσε όπως λες ο κόσμος, πάλι οι θάλασσες γεμίζουν ανθρώπους ξεσπιτωμένους και παιδιά που πνίγονται στις αγκαλιές των μανάδων τους. Κι αντί για Τσέτες, έχουμε τους διακινητές και τους δουλεμπόρους. Μεγάλη αλλαγή αυτή Παναϊα μου!...
-         Και τι να γίνει τώρα ρε μάνα; Να κλωτσήσει μια βολεμένη ζωή ο Σωτήρης μας και να μείνει εδώ να βολοδέρνει για ένα μεροκάματο;
-         Όχι γιαβρί μ’, ας πάει στην ευχή της Παναγιάς ο Σωτηράκης μας. Αλήθεια, έχει στον Καναδά ντολμαδάκια που του αρέσουν;
-         Πού να βρεθούν αμπελόφυλλα στον Καναδά βρε μάνα;
-         Θα του στέλνω πεσκέσι κάθε μήνα, έναν τέντζερη γεμάτο ντολμαδάκια γιαλαντζί να με θυμάται. Να μυρίζει τα βοτάνια και τα μυριστικά μας και να τρέχει ο νους του στο κουζινάκι μας. Τότε που ήταν μικρό και με βοήθαγε να ξεχωρίζουμε τα φύλλα. Κι έβανε τη ζάχαρη με τα χεράκια του για να γλυκάνει το ρύζι.
-         Κι ακούγαμε την Μπέλλου να τραγουδάει το αγαπημένο σου, ε μάνα; “Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά”…
-         Ναι γιαβρί μ’… γιατί οι καιροί δεν είναι ανάποδοι. Εμείς δεν είμαστε μαθημένοι να τους φέρνουμε στα ίσα τους… Χάνουμε στο ζύγι την ανθρωπιά μας κι αλάφρυνε ο κόσμος μας. Κι όλο ανάποδα θα τον βλέπουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου