Η ΔΕΗ μπορεί να συνεχίσει να εισπράττει το τέλος ακινήτων μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, δεν μπορεί όμως να κόβει το ρεύμα σε στους καταναλωτές που δεν θα καταβάλλουν το τέλος αυτό.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η ΔΕΗ προχωρά στη διακοπή της ηλεκτροδότησης, τότε υποχρεούται, ως ποινική ρήτρα, να καταβάλει σε κάθε καταναλωτή για κάθε ημέρα διακοπής το ποσό των 300 ευρώ, όπως προβλέπει η απόφαση του Πρωτοδικείου της Αθήνας.
Αυτό είναι και το «δια ταύτα» της απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία έγινε, εν μέρει δεκτή, η αίτηση που είχε καταθέσει ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας, ζητώντας να «παγώσει» η ισχύς της απόφασης του Πρωτοδικείου, με την οποία είχε κριθεί παράνομη και αντισυνταγματική η είσπραξη του ειδικού τέλους ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ.
Η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου ισχύει τουλάχιστον μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο, οπότε και έχει προσδιοριστεί (22/3) να συζητηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο η αίτηση αναίρεσης που έχει καταθέσει το υπουργείο Οικονομικών κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου. Τότε αναμένεται να ξεκαθαρίσει οριστικά το τοπίο γύρω από το θέμα της είσπραξης του ειδικού τέλους.
Ειδικότερα, το τριμελές συμβούλιο του Αρείου Πάγου, εξετάζοντας την αίτηση αναστολής του υπουργείου Οικονομικών έκριναν ότι πρέπει να συνεχίσει το Δημόσιο να εισπράττει το τέλος ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, διότι διαφορετικά θα υπάρξει μεγάλος κίνδυνος για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2012 αλλά και του 2013.
Με το σκεπτικό αυτό ο Άρειος Πάγος αναίρεσε το σκέλος εκείνο της απόφασης του Πρωτοδικείου με το οποίο η ΔΕΗ υποχρεώθηκε να δέχεται την καταβολή από τους καταναλωτές του αντιτίμου των λογαριασμών που εκδίδει, αφαιρουμένου του αναγραφόμενου ποσού του τέλους ηλεκτροδότησης που επιβλήθηκε με το άρθρο 53 Ν. 4021/2011».
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε δεν πρέπει να ανασταλεί η απόφαση του Πρωτοδικείου κατά το μέρος εκείνο που υποχρεώνει τη ΔΕΗ «να μην διακόπτει την παροχή του ρεύματος στους καταναλωτές που δεν καταβάλλουν το τέλος ηλεκτροδότησης».
Επίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ανέστειλε ούτε σκέλος εκείνο της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο η ΔΕΗ είναι υποχρεωμένη να καταβάλει 300 ευρώ σε κάθε καταναλωτή που θα του κόψει την ηλεκτροδότηση επειδή δεν κατέβαλλε το τέλος. Το ποσό των 300 ευρώ προβλέπεται για κάθε ημέρα διακοπής της ηλεκτροδότησης όπως προβλέπει η πρωτόδική απόφαση.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι σε πλήρη εναρμόνιση με την απόφαση που είχε λάβει πριν από μερικούς μήνες για το ίδιο θέμα το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Με την απόφασή του το ΣτΕ είχε κρίνει ότι το τέλος ακινήτων δεν είναι αντισυνταγματικό, πλην όμως είχε ακυρώσει την σχετική υπουργική απόφαση κατά το σκέλος εκείνο που προβλέπει τη διακοπή της ηλεκτροδότησης για όποιον δεν είχε πληρώσει το «χαράτσι».
Τι υποστήριζε το υπ. Οικονομικών
Το υπουργείο Οικονομικών προσέφυγε αμέσως κατά της απόφασης αυτής στον  Άρειο Πάγο. Το πρώτο ένδικο μέσο που άσκησε κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου ήταν η κατάθεση αίτησης αναστολής. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που επικαλέστηκε η πλευρά του υπουργείου ήταν ότι έχουν ήδη τυπωθεί από τη ΔΕΗ τρία εκατ. λογαριασμοί που περιλαμβάνουν το τέλος ακινήτων και ότι η αποσύνδεση του «χαρατσιού» από τα τιμολόγια της ΔΕΗ θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στον προϋπολογισμό.
Το υπουργείο Οικονομικών με την αίτηση αναστολής ζητούσε να «παγώσει» η ισχύς της απόφασης του Πρωτοδικείου, μέχρι να εκδικασθεί η αίτηση αναίρεσης που έχει καταθέσει κατά της εν λόγω δικαστικής απόφασης. Η ημερομηνία εκδίκασης της αίτησης αναίρεσης θα γίνει τον ερχόμενο Μάρτιο.
Στην αίτηση αναστολής το Δημόσιο υποστήριζε ότι αν εφαρμοστεί η απόφαση του Πρωτοδικείου θα χάσει πάνω από 1.000.000.000 ευρώ, θα έχει ελλειμματικό προϋπολογισμό και δεν θα είναι σε θέση εκπληρώσει τους δημοσίου συμφέροντος σκοπούς του ελληνικού κράτους.
Μάλιστα, στην αίτησή του το Δημόσιο σημείωνε ότι είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθούν ισοδύναμα μέτρα που θα αποφέρουν στα κρατικά ταμεία ένα τρισ. ευρώ, ποσό που είχε υπολογίσει ότι θα εισπράξει από το «χαράτσι» στα ακίνητα που εισπράττει μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ.  Ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση αναστολής του υπουργείου Οικονομικών.