Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

"Για το δικαίωμα στην πόλη". Γιατί σε εμάς ανήκει η πόλη!!!

12.2.09
Ντέϊβιντ Χάρβεϊ: Για το δικαίωμα στην πόλη - Ομιλία στο Μπελέμ

Ακολουθεί η μετάφρασή μου της ομιλίας του Ντέϊβιντ Χάρβεϊ στο πρόσφατο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Μπελέμ της Βραζιλίας. Μ' έναν διαυγέστατο Μαρξιστικό τρόπο, ο Ντέϊβιντ εξηγεί κι αναλύει την παρούσα χρηματικο-οικονομική κρίση του καπιταλισμού κι επιμένει ότι η έξοδος απ' αυτόν είναι συνυφασμένη με τους αγώνες για τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη.


Για το δικαίωμα στην πόλη
του David Harvey
Ομιλία στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, Μπελέμ Βραζιλίας, 29 Ιανουαρίου 2009.

Χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ, αλλά εξ αρχής θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη που θα μιλήσω στα Αγγλικά, τη γλώσσα του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Ελπίζω ότι αυτά που θα πω να είναι αρκετά αντιμπεριαλιστικά ώστε να με συγχωρέσετε.

Είμαι πολύ ευγνώμονας για την πρόσκλησή σας, επειδή μαθαίνω πολλά πράγματα από τα κοινωνικά κινήματα. Ήρθα εδώ να μάθω και να ακούσω κι, έτσι, ήδη αποκτώ αυτή τη μεγάλη εκπαιδευτική εμπειρία, γιατί, όπως κάποτε το είχε θέσει ο Μαρξ, πάντοτε υπάρχει το μεγάλο ζήτημα του ποιος θα εκπαιδεύσει τους εκπαιδευτές.

Δουλεύω για κάποιο καιρό τώρα πάνω στην ιδέα του Δικαιώματος στην Πόλη. Θεωρώ ότι το Δικαίωμα στην Πόλη σημαίνει το δικαίωμα όλων μας να φτιάχνουμε πόλεις, που ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες, τις ανάγκες μας. Το δικαίωμα στην πόλη δεν είναι το δικαίωμα να παίρνουμε –χρησιμοποιώντας μια γνωστή έκφραση– τα ψίχουλα από το τραπέζι των πλούσιων. Θα πρέπει όλοι μας να έχουμε τα ίδια δικαιώματα, για να μπορούμε να φτιάχνουμε τα διαφορετικά είδη πόλεων, που θέλουμε να υπάρχουν.

Το δικαίωμα στην πόλη δεν είναι μόνο το δικαίωμα σ’ ό,τι ήδη υπάρχει στην πόλη, αλλά το δικαίωμα να μπορούμε να κάνουμε την πόλη να γίνει κάτι ριζικά διαφορετικό. Όταν κοιτάζω την ιστορία, βλέπω ότι η διαχείριση των πόλεων γινόταν περισσότερο από το κεφάλαιο παρά από τους άνθρωπους. Επομένως, μέσα στην πάλη αυτή για το δικαίωμα στην πόλη θα πρέπει να υπάρχει και μια πάλη ενάντια στο κεφάλαιο.

Θα ήθελα τώρα να μιλήσω λίγο για την ιστορία της σχέσης μεταξύ κεφάλαιου και πόλης, δομώντας και θέτοντας το ερώτημα: Γιατί συμβαίνει το κεφάλαιο να καταφέρνει να ασκεί τόσα πολλά δικαιώματα πάνω στην πόλη; Και γιατί οι λαϊκές δυνάμεις είναι σχετικά ασθενείς απέναντι στην εξουσία αυτή; Και θά ’θελα επίσης να μιλήσω για το πώς, στην πραγματικότητα, ο τρόπος, με τον οποίον λειτουργεί το κεφάλαιο στις πόλεις, είναι μια από τις αδυναμίες του. Γι’ αυτό, στην παρούσα συγκυρία, θεωρώ ότι η πάλη για το δικαίωμα στην πόλη βρίσκεται στο επίκεντρο των αγώνων ενάντια στο κεφάλαιο. Τώρα έχουμε –όπως γνωρίζετε– μια οικονομική κρίση του καπιταλισμού. Αν κοιτάξετε την πρόσφατη ιστορία, θα δείτε ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια συνέβησαν πολλές οικονομικές κρίσεις. Κάποιος έκανε μια μέτρηση και είπε ότι από το 1970 έγιναν 378 οικονομικές κρίσεις στον κόσμο. Μεταξύ 1945 και 1970, έγιναν μόνο 56 οικονομικές κρίσεις. Επομένως, ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει πολλές οικονομικές κρίσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30-40 ετών. Κι αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι πολλές από τις οικονομικές κρίσεις αυτές έχουν τη βάση τους στην αστικοποίηση. Στο τέλος των 1980, η Ιαπωνική οικονομία κατάρρευσε κι αυτό έγινε γύρω από το ζήτημα της κερδοσκοπίας για την ιδιοκτησία και την γη. Το 1987, στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέβη μια τεράστια κρίση, στην οποίαν εκατοντάδες τραπεζών πτώχευσαν κι ο λόγος ήταν πάλι η κερδοσκοπία γύρω από τη στέγαση και την κτηματική ανάπτυξη. Στα 1970, υπήρχε μια μεγάλη παγκόσμια κρίση των κτηματικών αγορών. Και θα μπορούσα να συνέχιζα, δίνοντάς σας κι άλλα παραδείγματα οικονομικών κρίσεων με βάση τον αστικό χώρο. Εικάζω ότι οι μισές από τις οικονομικές κρίσεις των τελευταίων 30 ετών είναι κρίσεις, που έχουν να κάνουν με την κυριότητα του αστικού χώρου. Η έναρξη της παρούσης κρίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες προήλθε από κάτι που ονομάσθηκε κρίση των υποθηκών των sub prime χρεωστικών ασφάλιστρων. Για μένα, η κρίση αυτή θα έπρεπε να ονομάζονταν κρίση του αστικού χώρου.

Αυτά έχουν γίνει. Στα 1990, προέκυψε ένα πρόβλημα, όταν τα χρήματα της υπεραξίας δεν είχαν πού να πάνε. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα, που πάντα παράγει υπεραξία. Μπορείτε να το σκεφθείτε ως εξής: ο καπιταλιστής ξυπνά το πρωί και πάει στην αγορά μ’ ένα ορισμένο ποσό χρημάτων, για να αγοράσει εργασία και μέσα παραγωγής. Βάζει αυτά τα πράγματα που αγόρασε σε λειτουργία, παράγει ένα εμπόρευμα και το πουλά για να βγάλει περισσότερα χρήματα από αυτά που αρχικά δαπάνησε. Επομένως, στο τέλος της μέρας, ο καπιταλιστής έχει περισσότερα από αυτά που είχε στην αρχή της μέρας. Οπότε το μεγάλο ερώτημα είναι τι κάνει με το περίσσευμα που μάζεψε; Βέβαια, αν ήταν σαν εσάς ή σαν εμένα, ίσως να τα παράταγε, για να περνούσε καλά ξοδεύοντάς τα. Αλλά ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί έτσι. Υπάρχουν οι δυνάμεις του ανταγωνισμού, που τον ωθούν να επανεπενδύσει μέρος του κεφάλαιου σε νέα εγχειρήματα. Στην ιστορία του καπιταλισμού, υπήρχε πάντα ένας ρυθμός ανάπτυξης 3%, συνέχεια από το 1750 κι ύστερα. Αλλά ένας ρυθμός ανάπτυξης 3% σημαίνει ότι θα πρέπει να βρεθούν διέξοδοι εκροής για το κεφάλαιο. Επομένως, ο καπιταλισμός έρχεται πάντοτε αντιμέτωπος μ’ αυτό που ονομάζω πρόβλημα απορρόφησης της υπεραξίας του κεφάλαιου. Πού μπορώ να βρω μια επικερδή διέξοδο για να διοχετεύσω το κεφάλαιό μου; Βέβαια, πίσω στο 1750, ολόκληρος ο κόσμος ήταν ανοιχτός, για να δώσει λύσεις στο πρόβλημα αυτό. Και την εποχή εκείνη, η συνολική αξία της παγκόσμιας οικονομίας ήταν 315 δισεκατομμύρια δολάρια σ’ αγαθά κι υπηρεσίες. Όταν ήρθαμε στα 1950, υπήρχαν 4 τρισεκατομμύρια δολάρια και θα έπρεπε να βρεθούν διέξοδοι για το 3% απ’ αυτά. Κι όταν ήρθαμε στα 2000, είχαμε 42 τρισεκατομμύρια δολάρια σε κυκλοφορία. Σήμερα, είναι περίπου 50 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μετά από 25 χρόνια και πάλι με ρυθμό ανάπτυξης 3%, θα είναι περίπου 100 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια ολοένα κι αυξανόμενη δυσκολία εύρεσης επικερδών διεξόδων για την υπεραξία του κεφάλαιου. Η κατάσταση αυτή μπορεί να παρουσιασθεί και μ’ έναν άλλον τρόπο. Όταν ο καπιταλισμός ουσιαστικά ήταν αυτό που συνέβαινε στο Μάντσεστερ και σε λίγα ακόμη μέρη του κόσμου, ο ρυθμός ανάπτυξης 3% δεν δημιουργούσε κανένα πρόβλημα. Τώρα όμως, πρέπει να δούμε τον ρυθμό ανάπτυξης του 3% σε σχέση μ’ ο,τιδήποτε συμβαίνει στην Κίνα, την Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία, την Ευρώπη, το μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής και της Βόρειας Αμερικής, οπότε υπάρχει ένα μεγάλο, ένα τεράστιο, πρόβλημα. Αλλά, όταν έχουν χρήματα, οι καπιταλιστές πρέπει να έχουν και μια επιλογή για το πώς να τα επανεπενδύουν. Μπορούν να τα επενδύουν σε καινούργια παραγωγή. Μια δικαιολογία για να γίνει ο πλούσιος πλουσιότερος είναι ότι θα επανεπενδύει στην παραγωγή κι, έτσι, θα δημιουργείται περισσότερη απασχόληση κι ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους ανθρώπους. Αλλά, από το 1970, γίνονται όλο και λιγότερες επενδύσεις σε κάποια νέα παραγωγή. Επενδύουν στην αγορά πάγιου κεφάλαιου, σε χρηματιστηριακά μερίσματα, σε δικαιώματα ιδιοκτησίας, σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και, φυσικά, και ιδιοκτησίας. Έτσι, από τα 1970, όλο και περισσότερο χρήμα πήγαινε σε περιουσιακά στοιχεία κι, όταν η καπιταλιστική τάξη αρχίζει να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία, η αξία τους φυσικά αυξάνεται. Επομένως, αρχίζουν να βγάζουν χρήματα κι από την αύξηση της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων. Γι’ αυτό, οι τιμές της περιουσίας ανεβαίνουν όλο και πιο πάνω. Κι αυτό είναι κάτι που δεν κάνει μια καλύτερη πόλη, αλλά μια ακριβότερη πόλη. Επιπλέον, στο βαθμό που θέλουν να κτίζουν πολυτελή συγκροτήματα διαμερισμάτων και πλούσιες κατοικίες, πρέπει να πετούν τους φτωχούς έξω από τις περιοχές που ζουν. Πρέπει να μας στερήσουν του δικαιώματός μας στην πόλη. Έτσι, στη Νέα Υόρκη, το βρίσκω πολύ δύσκολο να ζω στο Μανχάταν, παρότι είμαι ένας καλοπληρωμένος καθηγητής. Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, που τώρα εργάζεται στην πόλη, δεν μπορεί να διαθέσει τα χρήματα, για να μένει μέσα στην πόλη, επειδή οι τιμές των κατοικιών έχουν ανεβεί πολύ ψηλά, όλο και περισσότερο ψηλά. Μ’ άλλα λόγια, έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα των ανθρώπων στην πόλη τους. Κάποιες φορές, τους έχει αφαιρεθεί από τις ενέργειες της αγοράς, κάποιες φορές, από τις κυβερνητικές πολιτικές, που τους πετούν έξω από τα μέρη που ζουν, κάποιες φορές, με παράνομα μέσα, την βία, την πυρπόληση ενός κτιρίου. Υπήρχε μια περίοδος που συνέβαιναν κάθε τόσο διαδοχικές πυρκαγιές σ’ ένα τμήμα της Νέας Υόρκης.

Επομένως, αυτό που δημιουργείται έτσι είναι μια κατάσταση, στην οποία οι πλούσιοι μπορούν όλο και περισσότερο να έχουν υπό τον έλεγχο της κυριότητάς τους ολόκληρη την πόλη. Και πρέπει να κάνουν κάτι τέτοιο, επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος να χρησιμοποιήσουν την υπεραξία του κεφάλαιού τους. Όμως, σε κάποιο σημείο, υπάρχει ακόμη και το κίνητρο για τη διαδικασία αυτή της δόμησης της πόλης μέσω της αφαίμαξης των φτωχότερων. Οι χρηματο-οικονομικοί οργανισμοί δανειοδοτούν τις εταιρίες οικιστικής ανάπτυξης, για να μπορούν αυτές να αναπτύσσουν μεγάλες περιοχές της πόλης. Ναι, έχουμε τότε τις εταιρίες οικιστικής ανάπτυξης, αλλά μετά το πρόβλημα είναι σε ποιους οι εταιρείες αυτές θα πουλήσουν τους χώρους και τα κτίρια που κατασκευάζουν; Αν τα έσοδα της εργατικής τάξης αυξάνονταν, τότε ίσως να μπορούσαν να τα πουλούσαν στην εργατική τάξη. Αλλά, από τα 1970, οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού έχουν να κάνουν με τη συμπίεση των μισθών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πραγματικοί μισθοί δεν αυξήθηκαν από το 1970 κι ύστερα, οπότε έχετε μια κατάσταση, στην οποίαν οι πραγματικοί μισθοί είναι σταθεροί, αλλά οι τιμές των ιδιοκτησιών ανεβαίνουν. Επομένως, από πού θα προέλθει η ζήτηση στέγης; Η απάντηση ήταν να κληθεί η εργατική τάξη να μπει μέσα στο δανειοληπτικό περιβάλλον. Κι αυτό που βλέπουμε είναι ότι τα στεγαστικά δάνεια στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέβηκαν τα τελευταία 20 χρόνια από περίπου 40.000 δολάρια ανά νοικοκυριό σε πάνω από 120.000 δολάρια ανά νοικοκυριό. Οι χρηματο-οικονομικοί οργανισμοί χτυπούν τις πόρτες της εργατικής τάξης και λένε, “Έχουμε να σας κάνουμε μια πολύ καλή πρόταση. Δανείζεστε χρήματα από μας, αγοράζετε το σπίτι σας και μετά μην ανησυχείτε, αν κάποια στιγμή δεν μπορείτε να ξεπληρώσετε το δάνειό σας, γιατί οι τιμές των σπιτιών θα ανεβαίνουν κι, επομένως, όλα θα είναι μια χαρά.”

Έτσι, όλο και περισσότεροι χαμηλο-εισοδηματίες σέρνονται μέσα στο δανειοληπτικό περιβάλλον. Αλλά τότε, πριν περίπου δυο χρόνια, οι τιμές άρχισαν να πέφτουν. Το χάσμα μεταξύ των οικονομικών δυνατοτήτων της εργατικής τάξης και των χρεών τους έγινε αγεφύρωτο. Ξαφνικά, ενέσκηψε ένα κύμα κατασχέσεων, που διαδίδονταν μεταξύ πολλών Αμερικανικών πόλεων. Αλλά, όπως συνήθως συμβαίνει με κάποιο τέτοιο φαινόμενο, υπήρχε μια άνιση γεωγραφική ανάπτυξη του κύματος. Το πρώτο κύμα χτύπησε κοινότητες πολύ χαμηλού εισοδήματος σε πολλές από τις παλιότερες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπάρχει ένας υπέροχος χάρτης, που μπορείτε να δείτε στο σάϊτ του BBC τις κατασχέσεις στην πόλη του Κλήβελαντ. Κι αυτό που βλέπετε είναι ένας χάρτης με κουκίδες, οι οποίες είναι ιδιαίτερα πυκνά συγκεντρωμένες σ’ ορισμένες περιοχές της πόλης. Πίσω του, υπάρχει ένας άλλος χάρτης, που δείχνει την κατανομή στην πόλη του πληθυσμού των Αφρο-Αμερικανών. Οι δυο χάρτες συμπίπτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι ό,τι συνέβη ήταν μια καταλήστευση του Αφρο-Αμερικανικού πληθυσμού χαμηλού εισοδήματος. Κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη απώλεια περιουσιακών στοιχείων για πληθυσμούς χαμηλού εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, που είχε ποτέ γίνει. Δυο εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους. Και την ίδια ακριβώς στιγμή που αυτό συνέβαινε, τα μπόνους που πληρώνονταν στην Γουόλ Στρητ ξεπερνούσαν τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια –δηλαδή, τα έξτρα χρήματα που έπαιρναν οι τραπεζίτες για τη δουλειά τους. Επομένως, τα 30 εκατομμύρια δολάρια, που στην πραγματικότητα αποσπώνταν από τις γειτονιές των χαμηλόμισθων, κατέληγαν στην Γουόλ Στρητ. Το γεγονός αυτό έχει συζητηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν μια περίπτωση ενός οικονομικού τυφώνα Κατρίνα, γιατί, όπως θυμάστε, ο τυφώνας Κατρίνα χτύπησε τη Νέα Ορλεάνη με διαφορετικούς τρόπους κι ήταν ο μαύρος πληθυσμός χαμηλού εισοδήματος, αυτός που έχασε τις περιουσίες του, ενώ πολλοί πέθαναν. Οι πλούσιοι προστάτευσαν τα δικαιώματά τους στην πόλη, αλλά οι φτωχοί ουσιαστικά τα έχασαν. Στη Φλόριντα, στην Καλιφόρνια και την Αμερικανική Νότια Δύση, το πρόβλημα έπαιρνε διαφορετικές μορφές. Εκεί, ως επί το πλείστον, λάμβανε χώρα έξω, στις περιφέρειες των πόλεων. Αλλά κι εκεί, πολλά χρήματα ήταν δανεισμένα για να χτισθούν ή να αγορασθούν σπίτια μέσω εταιριών οικιστικής ανάπτυξης. Έχτιζαν εντελώς έξω από τις πόλεις, 30 μίλια έξω από το Τούσον ή το Λος Άντζελες, δεν μπορούσαν να βρουν κανένα να αγοράσει και, γι’ αυτό, στόχευαν στο λευκό πληθυσμό, που δεν του άρεσε να μένει κοντά σε μετανάστες ή μαύρους στο κέντρο των πόλεων. Τότε, αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση, που συνέβη πριν ένα χρόνο, όταν οι ψηλές τιμές της βενζίνης έκαναν πολύ δύσκολη τη ζωή για όσους ζούσαν σε τέτοιες απομακρυσμένες κοινότητες. Πολλοί από τους άνθρωπους αυτούς είχαν πρόβλημα να ξεπληρώσουν τα δάνειά τους κι, έτσι, συναντήσαμε πάλι ένα κύμα κατασχέσεων, που λάμβανε χώρα στα προάστια κι αφορούσε κυρίως λευκούς σε μέρη όπως η Φλόριντα, η Αριζόνα ή η Καλιφόρνια. Στο μεταξύ, το μόνο που έκανε η Γουόλ Στρητ ήταν να μαζεύει όλες αυτές τις υποθήκες ψηλού ρίσκου και να τις πακετάρει μέσα σε περίεργα όργανα χρηματικο-οικονομικών ανταλλαγών. Μαζεύετε όλες τις υποθήκες ενός συγκεκριμένου μέρους, τις βάζετε σ’ ένα δοχείο και μετά πουλάτε τις μετοχές του δοχείου αυτού σε κάποιον άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν να παγκοσμιοποιηθεί ολόκληρη η χρηματικο-οικονομική αγορά των υποθηκών. Και βλέπετε τμήματα κυριότητας των υποθηκών στη Νορβηγία ή την Γερμανία ή τις χώρες του Κόλπου ή οπουδήποτε αλλού. Όλοι ήξεραν ότι οι υποθήκες αυτές και τα αντίστοιχα χρηματικο-οικονομικά όργανα ήταν ασφαλή σαν τα σπίτια. Κατέληξαν όμως να μην είναι καθόλου ασφαλή και τότε είχαμε τη μεγάλη κρίση, που εξακολουθεί να συνεχίζεται χωρίς τελειωμό. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι, αν η παρούσα κρίση είναι βασικά μια κρίση της αστικοποίησης, τότε η λύση θα έχει να κάνει με μια αστικοποίηση ενός διαφορετικού τύπου κι εδώ είναι που η πάλη για το δικαίωμα στην πόλη αποκτά μια κρίσιμη σημασία, γιατί μ’ αυτήν έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε κάτι διαφορετικό.

Αλλά συχνά ερωτούμαι αν η παρούσα κρίση αποτελεί το τέλος του νεοφιλελευθερισμού.. Η απάντησή μου είναι “όχι,” αν κοιτάξετε τι προτείνεται στην Γουόσινγκτον και το Λονδίνο. Μια από τις βασικές αρχές, που εγκαινιάσθηκε τα 1970, είναι ότι η κρατική εξουσία πρέπει να προστατεύει τους χρηματικο-οικονομικούς θεσμούς με κάθε κόστος. Κι όταν υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ της ευημερίας των χρηματικο-οικονομικών θεσμών και της ευημερίας των ανθρώπων, επιλέγετε την ευημερία των χρηματικο-οικονομικών θεσμών. Αυτή είναι η αρχή, της οποίας η επεξεργασία έγινε στην Πόλη της Νέας Υόρκης στα μέσα των 1970 κι η οποία για πρώτη φορά εφαρμόσθηκε διεθνώς στο Μεξικό, όταν η χώρα κινδύνευε να πτωχεύσει. Αν όμως πτώχευε το Μεξικό, θα καταστρέφονταν οι επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης. Γι’ αυτό, το Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνεργάσθηκαν, για να βοηθήσουν το Μεξικό να μην πτωχεύσει. Μ’ άλλα λόγια, δάνεισαν στο Μεξικό τα χρήματα, για να ξεπληρώσει τους τραπεζίτες της Νέας Υόρκης. Αλλά, με τον τρόπο αυτό, επέβαλαν τη λιτότητα στο Μεξικανικό λαό. Δηλαδή, προστάτευσαν τις τράπεζες και κατέστρεψαν τους άνθρωπους. Από τότε, αυτή ήταν η τυπική πρακτική του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τώρα, αν δείτε την απάντηση στην κρίση, που έδωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κι η Βρετανία, αυτό που έκαναν στην πραγματικότητα ήταν μόνο να υποστηρίξουν οικονομικά τις τράπεζες. 700 δισεκατομμύρια δολάρια στις τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν έκαναν απολύτως τίποτε, για να προστατεύσουν τους ιδιοκτήτες κατοικιών, που έχαναν τα σπίτια τους. Επομένως, είναι η ίδια αρχή, που βλέπουμε κι εδώ να εφαρμόζεται –προστατεύστε τους χρηματικο-οικονομικούς θεσμούς κι ας πάει ο κόσμος να.. Αυτό που θα έπρεπε να κάναμε είναι να παίρναμε τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια και να φτιάχναμε μια τράπεζα επανανάπτυξης του αστικού χώρου, για να σώσουμε όλες εκείνες τις γειτονιές που καταστράφηκαν και για να επαναδομήσουμε τις πόλεις περισσότερο με βάση τις απαιτήσεις του λαού. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι, αν το κάναμε αυτό, τότε ένα μεγάλο μέρος της κρίσης θα είχε εξαφανιστεί, γιατί δεν θα υπήρχε καμία υποθήκη να κατασχεθεί. Στο μεταξύ, πρέπει να οργανώσουμε ένα κίνημα ενάντια στις εξώσεις κι έχουμε δει κάτι τέτοιο να γίνεται στην Βοστόνη και σε κάποιες άλλες πόλεις. Αλλά, αυτή την ιστορική στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει μια αίσθηση ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις πρέπει να είναι περιορισμένες, επειδή έχει την προτεραιότητα η εκλογή του Ομπάμα. Πολλοί ελπίζουν ότι ο Ομπάμα θα κάνει κάτι διαφορετικό, αλλά, αλίμονο, οι οικονομικοί του σύμβουλοι είναι ακριβώς τα ίδια πρόσωπα, που είχαν δημιουργήσει το πρόβλημα αρχικά. Αμφιβάλω αν ο Ομπάμα θα είναι τόσο προοδευτικός όσο ο Λούλα. Θα πρέπει να περιμένετε λίγο, νομίζω, πριν αρχίσουν να κινητοποιούνται τα κοινωνικά κινήματα. Χρειαζόμαστε ένα πανεθνικό κίνημα Αναμόρφωσης του Αστικού Χώρου, σαν αυτό που έχετε εδώ. Χρειαζόμαστε μια πολιτική μαχητικότητα, σαν αυτή που έχετε οικοδομήσει εδώ. Χρειαζόμαστε, στην πραγματικότητα, να ξεκινήσουμε να ασκούμε τα δικαιώματά μας στην πόλη. Και κάποια στιγμή, πρέπει να αντιστρέψουμε όλον αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον δίνεται προτεραιότητα στους χρηματικο-οικονομικούς θεσμούς αντί σε μας. Πρέπει να θέσουμε το ερώτημα, τι είναι πιο σημαντικό, η αξία των τραπεζών ή η αξία της ανθρωπότητας; Το τραπεζιτικό σύστημα πρέπει να υπηρετεί τους άνθρωπους, όχι να συντηρείται από το μόχθο των ανθρώπων. Κι ο μόνος τρόπος, με τον οποίον κάποια στιγμή θα κατορθώσουμε πράγματι να ασκήσουμε το δικαίωμα στην πόλη, είναι να πάρουμε την εποπτεία του προβλήματος της καπιταλιστικής απορρόφησης της υπεραξίας. Πρέπει να κοινωνικοποιήσουμε την υπεραξία του κεφάλαιου. Πρέπει να την χρησιμοποιήσουμε για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Πρέπει να βγούμε έξω από το πρόβλημα της διαρκούς συσσώρευσης του 3%. Τώρα, βρισκόμαστε στο σημείο, όπου ένας διαρκής ρυθμός ανάπτυξης 3% θα έχει ένα τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος, θα συνεπάγεται μια τεράστια πίεση πάνω στις κοινωνικές καταστάσεις, έτσι ώστε να πηγαίνουμε από τη μια οικονομική κρίση σε μια άλλη. Αν βγούμε από την παρούσα οικονομική κρίση με τον τρόπο που θέλουν, θα συμβεί μια άλλη οικονομική κρίση μετά από πέντε χρόνια. Έτσι, ερχόμαστε στο σημείο, όπου δεν μπορούμε πια να αποδεχθούμε αυτό που είχε πει η Μάργκαρετ Θάτσερ, ότι “δεν υπάρχει καμιά άλλη εναλλακτική λύση” και λέμε ότι πρέπει να υπάρχει κάποια εναλλακτική λύση. Γενικώς, πρέπει να υπάρχει μια εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό. Και μπορούμε να αρχίσουμε να την προσεγγίζουμε αντιλαμβανόμενοι το δικαίωμα στην πόλη σαν μια λαϊκή και διεθνιστική απαίτηση κι ελπίζω ότι όλοι μπορούμε να είμαστε ενωμένοι στο έργο αυτό. Σας ευχαριστώ πολύ.
(Μεταγραφή Brian Mier.)

Πηγή Μωυσής Μπουντουρίδης
http://thrymmata.blogspot.com/2009/02/blog-post_12.html

1 σχόλιο:

  1. ΑΝ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΕΓΚΑΙΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ ΝΑ ΣΩΣΟΥΜΕ ΚΑΤΙ

    ΑπάντησηΔιαγραφή