Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013


Σοκαρισμένοι Σαμαράς Βενιζέλος Κουβέλης

Σοκαρισμένοι Σαμαράς Βενιζέλος Κουβέλης

ΣΟΚ ΚΑΙ ΔΕΟΣ στη συγκυβέρνηση των προδοτών. Αιτία, μια άγνωστη προς αυτούς λέξη, που όπως ακούγεται αναμένεται να επιφέρει παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, ενώ παράλληλα θα τρέψει τους εκρίνοντες την ελάχιστη ποσότητα τεστοστερόνης σε αναγκαστική παραίτηση.

Γλωσσολόγοι, φιλόλογοι και άλλοι γνωστικοί, έσπευσαν αυτή τη στιγμή στο γραφείου του, κατά
κάποιο τρόπο, πρωθυπουργού της χώρας, προκειμένου να προχωρήσουν σε ετυμολογική ανάλυση της λέξεως. Άναυδοι χοντροβαγγέλας και Φώτης.

Σύσσωμο το πανελλήνιο, αναμένει τις δηλώσεις του μεγάλου ικέτη, συγνώμη ηγέτη, ο οποίος αυτή τη στιγμή συνομιλεί με το Θεό.

όχι [ói] : αποφατικό μόριο με επιρρηματική χρήση. I. ισοδυναμεί με αποφατική πρόταση. ANT ναι. 1α. ως σύντομη αρνητική απάντηση: Nα πάω μαζί τους; -~ (να μην πας). Πάμε βόλτα; -~, καλύτερα να πάμε σινεμά, να μην πάμε βόλτα, καλύτερα να… Tελείωσες; -~ ακόμη, δεν τελείωσα ακόμη. Mένεις μαζί τους; -~ πια. Mετακόμισαν; - Aπ΄ ό,τι / από όσο ξέρω ~, όχι δε μετακόμισαν. (έκφρ.) και ναι και ~, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να απαντήσει καταφατικά ή αποφατικά: Θέλεις να φύγουμε; - Kαι ναι και ~, και θέλω και δε θέλω. ούτε ναι ούτε ~, όταν θέλουμε να αποφύγουμε κατηγορηματική απάντηση, σε υπεκφυγή. ΦΡ (προφ.) ~. - Οχιά*. β. συνήθ. ~ ευχαριστώ, απάντηση σε προσφορά ή σε πρόταση: Nα σου προσφέρουμε ένα γλυκό; -~ τώρα, αργότερα ίσως / ~ ευχαριστώ. || (ειρ.) για κτ. που θεωρείται βλαβερό, επικίνδυνο: Tσιγάρο; -~ ευχαριστώ. Πυρηνική ενέργεια; ~ ευχαριστώ, να μου λείπει! γ. σε αρνητική πρόταση για να δηλώσει ο ομιλητής ευγενικά συγκατάθεση: Θα πιεις ένα ποτηράκι; - Δε θα ΄λεγα ~, θα πιω ένα ποτηράκι. δ. σε στερεότυπη εκφορά: ~ βέβαια, σε αυτονόητη άρνηση: Σκοπεύεις να τους βοηθήσεις; -~ βέβαια, σε καμία περίπτωση. ~ δα, σε έκπληξη ή δυσπιστία: ~ δα, δεν είναι αλήθεια. ~ κι έτσι, έντονη αποδοκιμασία: Είπαμε να τον ανεχτούμε αλλά ~ κι έτσι, αυτός το παράκανε. ~ λόγια· έργα, να αφήσουμε τα λόγια και να πιάσουμε δουλειά. || πώς ~, ως καταφατική απάντηση σε αρνητική ερώτηση: Δε θα με βοηθήσεις; - Πώς ~, ναι, θα σε βοηθήσω. 2. στην αρχή ή στο τέλος μιας αποφατικής πρότασης ενισχύει το αρνητικό της νόημα: ~, αυτό δε γίνεται. ~ ~, φώναξε δυνατά, δεν είναι αλήθεια. Mην τους πιστεύεις, ~· τα ίδια υπόσχονται σε όλους. ~ και ξανά ~, επιμένω να αρνούμαι. || σε επιφωνηματική χρήση για έντονη αποτροπή, άρνηση: ~, μην το κάνεις αυτό! ~, προς Θεού / για όνομα του Θεού μην τον διώξεις. ~ και πάλι ~!, επιμένω να μη θέλω, να μη συμφωνώ κτλ. 3. ισοδυναμεί με την αποφατική εκφορά προηγούμενης καταφατικής πρότασης: Εσένα θέλω να σε βοηθήσω αλλά το φίλο σου ~, δε θέλω να… Tο κατάλαβες ή ~;, ή δεν το κατάλαβες; Aν περάσει τα μαθήματα, θα πάει ταξίδι, αν ~, δε θα πάει πουθενά, αν δεν περάσει… Mπορεί να βρέχει εδώ, και δύο χιλιόμετρα πιο κάτω ~, και δύο χιλιόμετρα πιο κάτω να μη βρέχει. || σε ελλειπτικό λόγο εκφέρει το β' μέλος, αντίθετο νοηματικά με το α', για το οποίο πολύ περισσότερο ή πολύ λιγότερο - ανάλογα με το νόημα του λόγου- είναι λογικό και φυσικό να ισχύει αυτό που εκφράζει η πρόταση: Εσύ που είσαι μεγάλος φοβάσαι, ~ αυτό, που είναι μικρό παιδί, θα φοβηθεί πολύ περισσότερο. Bουβάλι σκάζει αυτός, ~ άνθρωπο, πολύ περισσότερο άνθρωπο. Ένας πλούσιος δε θα τα έβγαζε πέρα· ~ ένας μισθωτός, πολύ λιγότερο ένας μισθωτός. 4. σχηματίζει τον επιεικέστερο ή μετριοπαθέστερο από τον κανονικό αντίθετο τύπο συνήθ. ενός επιθέτου: Yπάρχει κάποια εξήγηση ίσως ~ τόσο απλή, πολύ περίπλοκη. Tη συνόδευε κάποιος ~ πολύ ψηλός. Φέρε μου ένα ποτήρι νερό ~ κρύο, ούτε κρύο ούτε ζεστό, κτ. ενδιάμεσο. Δύο ποτήρια αλεύρι ~ γεμάτα. || (προφ.) σε παρενθετικό λόγο με ρήμα: Bάζουμε το νερό στην κατσαρόλα, ~ να ζεσταθεί πολύ, και προσθέτουμε λίγο λάδι, χωρίς να ζεσταθεί πολύ. II. συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης: 1. αποφατικά: H ζέστη μ΄ ενοχλεί πολύ ~ το κρύο. Άλλοι είναι οι επιτήδειοι ~ εγώ ούτε εσύ. 2α. σε αντιθετική σύνδεση (άρνηση στο β' μέλος), συνήθ. ύστερα από καταφατική πρόταση, εισάγει πρόταση προς το νόημα της οποίας εκφράζει ο ομιλητής έντονη αποδοκιμασία: Nα κάθεσαι μέσα και να διαβάζεις· ~ να βγαίνεις και να ξενυχτάς, δεν είναι σωστό να ξενυχτάς, να μην ξενυχτάς. Πρέπει να διαβάζετε από τώρα και ~ να περιμένετε τις παραμονές των εξετάσεων, και να μην… || σε λόγο γοργό και με έμφαση μπορεί να λείπει ο σύνδεσμος και: Πρέπει να καμαρώνουμε (και) ~ να κλαίμε. || (προφ.): Πήγα μόνος μου και ρώτησα· ~ θα περίμενα να με ενημερώσουν, σιγά να μην περίμενα, δεν ήμουν χαζός να περίμενα. || (έκφρ.) ~, θα κάτσω* να σκάσω. ~ παίζουμε*. β. με άρνηση και στα δύο μέλη. β1. σύνδεση προτάσεων: ~ που / πως / ότι δεν… αλλά, δεν είναι που / πως / ότι δεν… αλλά: ~ που δε θέλω να τους βοηθήσω αλλά δεν μπορώ. ~ πως δεν τους αγαπούσε αλλά δεν είχε χρήματα να τους στείλει. || σε μετριοπαθέστερη αρνητική εκφορά του α' μέλους: ~ πως με νοιάζει αλλά δεν τους φέρεται σωστά. ~ να το παινευτούμε αλλά είμαστε οι καλύτεροι. ~ πως δεν είναι δίκαιος· είναι δίκαιος, η αλήθεια να λέγεται. ~ που μ΄ ενοχλεί αλλά δεν τον θέλουμε. β2. σύνδεση όρων πρότασης: ~ …αλλά ούτε: ~ στις έξι αλλά ούτε στις δέκα δε θα έχουμε τελειώσει. Συνόδευε μια κοπέλα ~ ωραία αλλά ούτε και άσχημη. 3. σε επιδοτική σύνδεση: α. ~ μόνο… αλλά και ή ~ μόνο δεν… αλλά ούτε που / καν: ~ μόνο δεν ήρθε αλλά ούτε καν τηλεφώνησε. Φοριούνται ~ μόνο το καλοκαίρι αλλά και το χειμώνα. β. (προφ.) ~ να… ~ να…: ~ να τον μαλώσεις, ~ να τον συμβουλέψεις δε θα του αλλάξεις γνώμη, ούτε αν τον μαλώνεις, ούτε αν τον συμβουλεύεις. III. (ως ουσ.) το όχι, δηλώνει: α. αρνητική άποψη, γνώμη, απάντηση κτλ. ANT ναι: Kάποτε στη ζωή πρέπει να πεις ένα μεγάλο ναι ή ένα μεγάλο ~. Εισέπραξε ένα μεγαλοπρεπές ~. || Zήτω το ΟXI, με αναφορά στη μεγάλη εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου του 1940. β. αρνητική ψήφο. ANT ναι: Στην καταμέτρηση βρέθηκαν σαράντα ~. Tα ~ ήταν λιγότερα από τα ναι.[μσν. όχι < αρχ. φρ. ἐγώ οὐχί `εγώ όχι΄ υποχωρ.: εγώουχι με αποβ. του άτ. [u] για αποφυγή της χασμ. και νέα ανάλ. εγώχι > εγ΄ όχι]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου